Σάββατο, 20 04 2024

Το στερνό αντίο στο φίλο Δημήτρη Δημάκη

Αυτή τη στιγμή που εγώ γράφω τούτες εδώ τις αράδες, εσύ βρίσκεσαι εκεί ψηλά στη βασιλεία των Ουρανών, από κεί μας ατενίζεις, εκεί στην αυλή των αγγέλων, γιατί άγγελος υπήρξες και στη γη. Φίλε Δημήτρη γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μαζί στη Μάνα γη στο χωριό μας το Μαρτίνο, μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια.

Σαν παιδιά που ήμασταν, τη μια μέρα μαλώναμε, την άλλη φιλιώναμε.

Φτάνοντας στην ηλικία των 15 χρόνων πήραμε το δρόμο της ξενιτιάς, για να συνεχίσουμε τις γυμνασιακές μας σπουδές. Για μας τότε (συγκριτικά με σήμερα) οι κοντινές πόλεις της Αταλάντης, της Λιβαδειάς και της Θήβας ήτανε ξενιτιά, μακριά από τους δικούς μας και το χωριό μας.

Εκεί γύρω στα 18 μας χρόνια εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα μόνιμα, εσύ στην Αγία Παρασκευή όπου ο μακαρίτης ο πατέρας σου, με τη βοήθεια της αδελφής του Μαρίας και του συζύγου της έκτισε το δεύτερο πατρικό σας σπίτι. Εσύ πριν είχες προλάβει και πήρες μαζί σου τη μεγάλη σου αγάπη την Μηλίτσα με την οποία απέκτησες μια θαυμάσια οικογένεια με δύο τρισχαριτωμένες κόρες, την Αγγελική και την Κωνσταντίνα.

Εκεί λοιπόν στην Αγία Παρασκευή έγινες αρχηγός. Αρχηγός και προστάτης του σπιτιού σου, αρχηγός στη γειτονιά, στο σχολείο, στην πλατεία. Έγινες προστάτης όλων και κυρίως του αδελφού σου Γιώργου που η φύση του στέρησε πολλά.

Στο σπίτι σου φιλοξένησες κατά καιρούς, όλα σου σχεδόν τα ξαδέλφια, η δε σύζυγός σου προλάβαινε κάθε επιθυμία, δική σου και των οικείων σου.

Όντας φύση ανήσυχη, έγινες ώριμος απ’ τη βιασύνη σου κι ήρθες στο άτομό σου πιο νωρίς απ’ όλους μας.

Αφού πέρασες από σαράντα κύματα, άλλαξες διάφορα επαγγέλματα, κατέληξες τελικά στην Ιντεραμέρικαν, όπου έμελε να γίνεις αργότερα ένα από τα μεγαλύτερα στελέχη της.

Θυμάμαι σε μια επίσκεψή μου στο γραφείο σου, μου έδειξες τον πίνακα απόδοσής σου, με καμάρι και περηφάνεια περισσή και καμάρωνα κι εγώ μαζί σου, όταν είδα, να βρίσκεσαι μέσα στην πρώτη τριάδα των στελεχών της εταιρίας.

Γι’ αυτό το λόγο αλλά και για το χαρακτήρα σου, σ’ αγάπησε και σ’ αγκάλιασε το μεγάλο αφεντικό ο Κοντομηνάς και σε βοήθησε αρκετά, να δημιουργήσεις πέρα από το κεντρικό κατάστημα, πολλά υποκαταστήματα στη Λαμία, τη Λιβαδειά, την Άμφισσα και αλλού και έγινες ταξιδευτής, ταξίδεψες πέρα από την επικράτεια, σ’ όλο τον κόσμο, Ευρώπη, Αμερική, Ασία κ.λπ. και έμαθες πολλά από τις τεχνικές, τα συστήματα και την κουλτούρα των άλλων λαών, που σε βοήθησαν στην περαιτέρω μεγαλειώδη πορεία σου.

Άρχισες τότε τις επενδύσεις. Στην αρχή σε σπίτια, ανακαίνισες το πατρικό σου και το μετέτρεψες σε μικρό παλάτι, έχτισες το σπίτι στο χωριό που καλύτερο δεν υπάρχει και δύο πανέμορφα παλάτια στις κόρες σου, δείγμα της αγάπης, στοργής και αφοσίωσης προς αυτές.

Κι ήρθε τέλος η μεγάλη επιστροφή στη Μάνα γη, που σε ανάθρεψε και τόσο αγάπησες. Αγόρασες βουνοπλαγιές και τις μετέτρεψες σε τεράστιους αμπελώνες κι αργότερα κατασκεύασες ένα από τα καλύτερα οινοποιεία της χώρας, μεγάλη επένδυση αλλά και παρακαταθήκη για το μέλλον.

Τάκη μου, στη ζωή σου δεν υπήρξες ποτέ φοβιστής.

Μπροστάρης ήσουνα πάντα. Πολέμιος και σκληρός με τους άδικους και συνάμα αδιαπραγμάτευτος γιατί είχες ορκιστεί στου δίκιου τ’ όνομα, η αχαριστία, η αναξιοπιστία, η αδικία ήταν λέξεις που είχαν διαγραφεί από το λεξιλόγιό σου.

Παράλληλα γι’ αυτούς που σε γνώρισαν από κοντά ήσουν μεγαλείο ψυχής, ψυχή από την οποία ανέβλυζαν, η απέρριτη αγάπη, η ανυπέρβλητη καλοσύνη, ήσουν μια ψυχή ηλιοπερίχυτη, αιθερόχρωμη, γιομάτη αγάπη για τους οικείους σου, τους συγγενείς, τους φίλους και τους πατριώτες σου. Μεγαλύτερο πατριώτη, τοπικιστή δε γέννησε άλλον η Μάνα γη το Μαρτίνο.

Τάκη μου έδωσες πολλά και πήρες λιγότερα απ’ αυτά που έδωσες, είχες πάθος για τη ζωή, ήσουν μια παντοτινή Άνοιξη και δεν πρόλαβες να εκπληρώσεις όλους τους στόχους της ζωής,  σε νίκησε ο μπαμπέσης ο Χάρος, ο σταυρωτής, ο μακελευτής.

Εσύ εκεί από το κρεβάτι του πόνου είχες τόσο μεγάλη δύναμη ψυχής, που προσπαθούσες πιασμένος από τα κάγκελα να σηκωθείς, αλλά το σώμα δεν ακολουθούσε κι όταν πλέον απόκαμες μας κοίταζες με θλιμμένα και παραπονεμένα μάτια, μάτια που έλεγαν τόσα-όσα τα χείλη σου δεν μπορούσαν να πουν, όλα τα πελώρια γιατί.

Κι εγώ με την σειρά μου θα σε αποχαιρετήσω έτσι όπως ακριβώς σου πρέπει.

Τάκη μου, εσύ που στη ζωή σου

ήσουν Ήλιος Αβασίλευτος

γιατί ξαφνικά βιάστηκες

να πας να βασιλέψεις,

να πάρεις την αγάπη μας

κι αλλού να πας να φέξεις.

Βαρύς κι αβάστακτος ο πόνος της ψυχής.

Μα τίνος να το πεις;

Να σας το πω ψηλά βουνά,

ψηλάστε δεν ακούτε

Να σας το πω χαμόκλαδα,

φυσά βορειάς τα παίρνει.

Αντίο φίλε κι αδελφέ.

Αητέ και Σταυραητέ.

Αντίο Δημητράκη καλλονιέ.

Αντίο.

Σπύρος Χ. Γρούντας

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.