Τρίτη, 23 04 2024

Η ΑΓΡΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΤΟΠΟΛΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΕΣ ΣΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΚΑΤΙΚΟΥ

Συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο

Νίκου Κ. Τασιόπουλου
Αντιστρατήγου ε.α ΕΛ.ΑΣ.
Πρόεδρος Συνδέσμου Συγγραφέων και Λογοτεχνών Βοιωτίας

 «Μὲ τὰ πρῶτα σκοτἀδια πλησἰασαν τὸ χωριὸ καὶ κατὰ τὰ μεσἀνυχτα βρἐθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ  σπἰτι τοῦ δἠμαρχου καὶ ἄρχισαν νὰ χτυποῦν τὴ πὀρτα. Κανἐνας ὅμως δὲν τοὺς ἀπἀντησε γιατὶ κατἀλαβαν ποιοὶ ἦταν καὶ ποιὸ σκοπὸ εἶχαν.

Οἰ ληστἐς, φρενιασμἐνοι, ἔσπασαν μὲ τὸ τσεκοὐρι τὴν πὀρτα καὶ ὅρμησαν μἐσα φωνἀζοντας ἄγρια καὶ πυροβολὠντας γιὰ νὰ τρομο-κρατἠσουν τοὺς γεἰτονες. Ὁ Παπαθανασἰου μὲ τὴ γυναἰκα του καὶ τὰ δυὸ παιδιἀ του - κορἰτσια ἦταν - πἠδησαν ἀπό ἕνα παρἀθυρο καἰ ἄρχισαν νὰ τρἐχουν στὸ δρὀμο καλὠντας τὸ χωριὸ σὲ βοήθεια. Στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς του οἱ χωριανοὶ ἅρπαξαν τὰ ὅπλα καὶ βγῆκαν στοὺς δρὀμους. Οἱ πυροβολισμοὶ γενικεὐτηκαν τὠρα καὶ μιὰ πραγματικὴ μἀχη ἄρχισε. Ὁ δἠμαρχος κατὀρθωσε νὰ μπεῖ σὲ ἕνα σπἰτι, ὅπου ταμπουρώθηκε, καὶ ἄρχισε νὰ πυροβολεῖ. Ἕνας ληστὴς ἔπεσε νεκρὸς. Οἰ ὑπὀλοιποι τὀτε ἀποθηριὠθηκαν. Ὄρμησαν πἰσω ἀπὸ τὴ γυναἰκα τοῦ δημἀρχου, τὴν πρὀφτασαν στὴν πὀρτα ἑνὸς σπιτιοῦ καὶ ἐκεῖ ἕνας ληστὴς, ὁ Τσιμπουκλἀρας, τὴν κατἀσφαξε μπροστὰ στὰ μἀτια τῶν παιδιῶν της, ποὺ λιποθὐμησαν. Οἱ ἄλλοι ἅρπαξαν τὰ αναἰσθητα παιδιὰ, ἔκαψαν τὸ σπἰτι τοῦ δημἀρχου, λεηλἀτησαν ὅσα ἄλλα μπὀρεσαν καὶ ξεκἰνησαν νὰ φὐγουν. Οἱ χωριανοὶ τοὺς καταδἰωξαν, ἐτραυμἀτισαν μἀλιστα ἕνα ληστὴ (τὀν Καλαμπαλἰκη), ἀλλὰ ἡ φοβἐρα τοὺ λἠσταρχου πὼς θὰ σκοτὠσει τὰ παιδιὰ, τοὺς ἀνἀγκασε νὰ σταματἠσουν τὸ κυνηγητὸ. Ἔτσι οἱ ληστὲς ἔφυγαν ἀνενὀχλητοι».
      Η συμμορία, αφού πέρασε από την Αράχοβα και τη Δαύλεια, έφθασε στο Χάνι του Κατίκου. Από εκεί ο αρχηγός της συμμορίας λήσταρχος Καλαμπαλίκης, έγραψε στο δήμαρχο Παπαθανασίου:
      «Δἠμαρχε. Νὰ εἶσαι εὐχαριστημἐνος ποὺ ἔσωσες τὴ ζωἠ σου. Ἄν θὲς νὰ ἰδῆς τὰ κορἰτσια σου ζωντανὰ στεῖλε τὸν παρἀ. Ἄν θαρρεῖς πὼς θὰ γλυτὠσης μὲ τοὺς τακτικοὺς καὶ τὶς μπαμπεσιἐς, ἀέρα κοπανἄς. Στεῖλε καὶ φαγὶ γιὰ τὰ παιδιἀ σου ποῦνε δυὸ μἐρες νηστικἀ. Καλαμπαλἰκης».
      Η κατάσταση των κοριτσιών ήταν δραματική καθώς ήταν δύο ολόκληρες μέρες νηστικά και στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα είχαν γίνει αγνώριστα από τον τρόμο και τις κακουχίες. Η κατάστασή τους ήταν τόσο αξιολύπητη, που μερικοί ληστές τα λυπόντουσαν και ζητούσαν απ’ το λήσταρχο να τα αφήσει ελεύθερα. Εκείνος όμως επέμενε να πάρουν πρώτα την απάντηση του δημάρχου μαζί με τα λύτρα και μετά να τα  απελευθερώσουν. Ο λήσταρχος, αφού άφησε τα κορίτσια στο Χάνι του Κατίκου με φρούρηση, μετακινήθηκε προς την Σκριπού (Ορχομενό)*09.
      Ο δήμαρχος με δυσκολίες μπόρεσε να συγκεντρώσει το μεγάλο  ποσό χρημάτων που του ζήτησε ο λήσταρχος. Το έδωσε σ’ ένα βοσκό, έμπιστο των ληστών, για να τους το μεταφέρει. Στο δρόμο, όμως, ένα αστυνομικό απόσπασμα συνέλαβε τον βο-σκό και ο επικεφαλής του αποσπάσματος, μη πιστεύοντας ότι είναι κομιστής της εξαγοράς και όχι ληστής, τον έστειλε δεμένο και με συνοδεία για ανάκριση στον πιο κοντινό αστυνομικό σταθμό. Μέχρι να ειδοποιηθεί σχετικά ο δήμαρχος και να τον ελευθερώσει, πέρασαν τρεις μέρες, οι οποίες στάθηκαν μοιραίες για τα παιδιά του. Καθώς τα λύτρα καθυστερούσαν να φθάσουν στον προορισμό τους, εξαιτίας της σύλληψης  του βοσκού, οι ληστές,  αγνοώντας την αιτία της αργοπορίας, εξαγριώθηκαν και αποφάσισαν την εκτέλεση των κοριτσιών. Δήμιος της συμμορίας ήταν ο Τσιμπουκλάρας, ο φονιάς της μητέρας των παιδιών. Σε εφημερίδα της εποχής ο αδίστακτος αυτός ληστής σκιαγραφείται  ως εξής:
      «…Φρικὠδης τὐπος κακοὐργου ὅστις καθ’ ἕξιν διἐπραττεν οἱονδήποτε ἔγκλημα. Ἠ φυσιογνωμἰα του ἦτο τερατώδης. Δυσειδὴς τὴν ὄψιν, ἄγριον τὸ βλἐμμα ἔχων, ἀλλὰ καὶ ήλἰθιον, ρυπαρὸς τὴν κὀμην καὶ τὰς χεἰρας τῶν ὁποὶων τοὺς ὄνυχας οὐδἐποτε εἶχε κὀψει, ἡλικἰας 30 περἰπου έτῶν, τοιοὔτος ἧτο ὁ άπαίσιος οὗτος ληστἠς, ούχὶ ἄνθρωπος άλλὰ κἀτι ἄλλον, τἐκνον θηρἰου τινὸς, τὸ ὁποῖον τοῦ μετἐδωσε τὰ αγριὠτερα, τὰ άπανθρωπὀτερα ἔνστικτα».
      Μα και το θηρίο αυτό ακόμα δείλιασε όταν είδε πως πρόκειται για παιδιά και ζή-τησε να αναβληθεί η εκτέλεση για μια μέρα. Η απάντηση όμως που πήρε ήταν:
      «Ὡς τὸ μεσημέρι μονάχα ἄφτα. Ἀν δὲν ἔρθει ὡς τὀτε ὁ Μελἐτης - ὁ τσοπἀνης- κόφτα νὰ πᾶν στὸ διἀβολο, νὰ ξενοιἀσουμε καὶ μεῖς άπ’ τὸ μπελᾶ».
      Το μεσημέρι έφθασε. Οι ληστές καθισμένοι παραπέρα, γύρω από το πέτρινο πηγάδι που υπήρχε στην αυλή του Χανιού, έπιναν ασυγκίνητοι ρακί, τρώγοντας ξερά σύκα. Σε μια στιγμή φάνηκε να έρχεται κάποιος. Πιστεύοντας ότι ήταν ο βοσκός που έφερνε τα λύτρα, σηκώθηκαν, όμως είχαν γελαστεί. Επρόκειτο για ένα χωριάτη, από τον οποίο και έμαθαν την ιστορία του βοσκού Μελέτη. Λυσσασμένοι για εκδίκαση και μεθυσμένοι από το ρακί, πρόσταξαν τον Τσιμπουκλάρα να θανατώσει τα παιδιά, δίνοντάς του για αμοιβή μια «τσαπέλα» σύκα. Άρπαξε πρώτα το μεγαλύτερο κορί-τσι, ήταν 15 ετών, το έσυρε παρά πέρα και αφού ικανοποίησε, λένε,  τις κτηνώδεις επιθυμίες του, το σκότωσε με το τσεκούρι του. Ύστερα από ένα δισταγμό, σκότωσε και το μικρότερο κορίτσι με τον ίδιο τρόπο*10. Στο μεταξύ ξέσπασε καταιγίδα. Καταματωμένος ο Τσιμπουκλάρας μπήκε στο χάνι και σωριάστηκε σε μια γωνιά. Άλλοι έφεραν τα κατακρεουργημένα κορίτσια στην αυλή, τους σταύρωσαν τα χέρια και έβαλαν επάνω τους μια επιγραφή που έγραφε: «Αυτό παθαίνουν όποιοι σκλάβοι δεν δίνουν εξαγορά». Δεν είχαν τελειώσει το απαίσιο αυτό έργο, όταν φάνηκε από μακριά ένας καβαλάρης που ερχόταν με καλπασμό. Ήταν ο βοσκός που έφερνε την εξαγορά και δύο γράμματα για το λήσταρχο. Το πρώτο προερχόταν από μια γυναίκα, γνωστή του αρχιλήσταρχου Νταβέλη, η οποία ζητούσε να μη «σημαδέψουν»*11 τα παιδιά και το δεύτερο απ’ το δήμαρχο, ο οποίος παρακαλούσε για τη ζωή των παιδιών του και τους υποσχόταν ότι θα έκανε κάθε ενέργεια για το καλό τους, τώρα που η Κυβέρνηση μελετούσε το θέμα της αμνηστίας ή της ανενόχλητης φυγής τους προς το Τουρκικό έδαφος. Ήταν όμως αργά.
Η σφαγή των κοριτσιών συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα. Το απαίσιο αυτό κακούργημα διαδόθηκε παντού προκαλώντας την αγανάκτηση του πλήθους και της Κυβέρνησης. Η λύπη και η συντριβή ήταν γενική. Τα πτώματα των θυμάτων μεταφέρθηκαν στην Τοπόλια, όπου και ενταφιάστηκαν. Για πολλά χρόνια άκουγε κανένας τραγούδια-μοιρολόγια γραμμένα από γυναίκες του λαού, μέσα από τα οποία θρηνούσαν τα αδικοχαμένα κορίτσια του δημάρχου.
      Οι εξαγριωμένοι χωριανοί επέδραμαν στο Χάνι του Κατίκου, αλλά δεν βρήκαν κανένα. Οι ληστές μοιράστηκαν τα λύτρα και εξαφανίστηκαν. Άλλοι πέρασαν στο Τουρκικό έδαφος και άλλοι ενώθηκαν με άλλες συμμορίες. Ο απαίσιος σφαγέας, ο Τσιμπουκλάρας, παρέμεινε στη συμμορία του Καλαμπαλίκη. Αργότερα η συμμορία του Καλαμπαλίκη εμφανίστηκε στην Αττική και στρατοπέδευσε στο Μαραθώνα. Η Κυβέρνηση, μαθαίνοντας την άφιξή της εκεί, έστειλε αμέσως ισχυρό στρατιωτικό σώμα. Ταυτόχρονα, ο ναύαρχος του Γαλλικού στόλου διέταξε το λόχο που βρισκόταν λόγω ανάρρωσης στην Ιερά Μονή Πεντέλης, να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Η σύγκρουση δεν άργησε να γίνει. Οι πυροβολισμοί αντηχούσαν μέσα από τα πυκνά δάση του Πεντελικού. Ο Τσιμπουκλάρας παραδόθηκε, ενώ τρεις από τους ληστές έπεσαν νεκροί. Για πρώτη φορά στην ιστορία της συμμορίας δόθηκε το σύνθημα φυγής από τον Καλαμπαλίκη. Το απόσπασμα, βλέποντας ότι οι ληστές υποχωρούσαν, άρχισε την καταδίωξη. Σκοτώθηκαν εννέα  ληστές και συνελήφθησαν άλλοι πέντε. Ο Καλαμπαλίκης μαζί με είκοσι δύο συντρόφους του διέφυγε στα δάση της Πεντέλης.
      Ο Τσιμπουκλάρας στον ανακριτή που οδηγήθηκε, περιέγραψε με κυνισμό και απάθεια τη σφαγή των κοριτσιών. Καταδικάστηκε σε θάνατο  «δια καρατομήσεως» και οδηγήθηκε στη λαιμητόμο. Εκεί, ύστερα από απαίτηση του πλήθους που παρακολουθούσε  την εκτέλεση, ορίστηκε να εκτελεστεί τελευταίος για να υποστεί το μαρτύριο της παρακολούθησης της εκτέλεσης των συντρόφων του. Όταν ήρθε η ώρα και πλησίασε τη λαιμητόμο, σωριάστηκε καταγής νεκρός. Παρά τη διαπίστωση του θανάτου του από το γιατρό, το πλήθος επέμενε και καρατομήθηκε έστω και νεκρός.
      Αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αναφορικά με τη δολοφονία των δύο άτυχων κοριτσιών, αποτελούν γενικώς την αποδεκτή εκδοχή του στυγερού εγκλήματος. Υπάρχει όμως και η ακόλουθη παραλλαγή.  
      Σε κατάθεση του, την οποία έδωσε την 13η Φεβρουαρίου 1856*12  στη Λιβαδειά, ενώπιον του Επάρχου Λιβαδειάς Αθανασίου Παναγιωτίδη και του Δημάρχου Δημητρίου Ι.Νάκου, ο ληστής Οδυσσέα Μαυροδήμος, ο οποίος καταγόταν από την Αγόριανη Φωκίδος,  δίνει μια άλλη διάσταση σχετικά με τη δολοφονία των κοριτσιών του Δημάρχου Τοπόλιας*13. Καταθέτει πως συνάντησε την 1η Ιανουαρίου (1856), ημέρα του Αγίου Βασιλείου πέριξ του χωριού  Γλούνιστα της Λοκρίδας τους ληστές, συνολικά είκοσι εννέα, που προέρχονταν από την Τοπόλια. Πρώτος επικεφαλής ήταν ο αρχιληστής Πανουργιάς Μακρύς από το Καστέλι και δεύτερος στην ιεραρχία ο αρχιληστής  Μήτρος Φονιάς. Ο πρώτος είχε υπό τον έλεγχό του είκοσι ληστές, ενώ ο δεύτερος εννέα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γιάννης Τσιμπουκλάρας από το Στεβενίκο.
      «’Aπό τὸ χωρἰον Γλούνιστα ἐξεκινήσαμεν  ὅλοι μαζὶ καἰ ἐπείγαμε εἰς τὰ πἐριξ τοῦ χωρἰου Σκριποῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἀρχιληστἠς Φονιὰς μὲ τὴ συμμορἰα του ἀνεχὠρησε ἀπὀ ἐμᾶς καἰ έπῆγε ὅπου εἶχε κρυμμἐνα διὰ συντρὀφων του τὰ κορἰτζια τοῦ Δημἀρχου ἀπό τὀ χωρἰον Τοπὀλια καὶ τὰ ἐφὀνευσεν εἰςτὸ Χἀνι τοῦ Κατίκου, ποὺ ἐφὐλαττον τὰ κορἰτζια καὶ ἀπό ποῖον δὲν γνωρἰζω, διὀτι μὀλις δὐο-τρεῖς ἠμέρες  εἶχον ἀνταμωθεῖ μἐ τὴν συμμορίαν αὐτήν».
      Την αιτία του φόνου των κοριτσιών την επιρρίπτει στον Φονιά, γιατί όταν οι ληστές πήγαν και πήραν τα κορίτσια αιχμαλώτους, είχε φονευθεί στη συμπλοκή ένας πρώτος ξάδερφος του, και για το λόγο αυτό ήθελε να εξαγοράσει το αίμα με τον θάνατο των κοριτσιών, και αφού δεν του έδιναν ως λύτρα τις δέκα χιλιάδες δραχμές που ζητούσε, φιλονίκησε με τον Πανουργιά, ο οποίος δεν ήθελε να φο-νευθούν τα κορίτσια, αλλά να αφεθούν ελεύθερα και να πάρουν τις χίλιες δραχμές που προσέφεραν οι συγγενείς τους. Μετά τη διαφωνία αυτή, η συμμορία του Μήτρου Φονιά χωρίστηκε από τη συμμορία του Πανουργιά και πήγε στο Χάνι του Κατίκου, όπου επακολούθησε το αποτρόπαιο έγκλημα. Ο μάρτυρας δεν καταθέτει σχετικά με το πρόσωπο του φυσικού δράστη, ισχυριζόμενος ότι δεν το γνώριζε, καθόσον ήταν νέος στη συμμορία, έχοντας συναντηθεί με τους ληστές μόλις προ διημέρου ή τριημέρου. Η συμμετοχή πάντως του Γιάννη Τσιμπουκλάρα στη συμμορία του Μήτρου Φονιά, ενισχύει το έρεισμα για να βγει το συμπέρασμα ότι ο Τσιμπουκλάρας ήταν τελικά ο φυσικός δράστης του ειδεχθούς αυτού εγκλήματος.

*09 Η Ληστεία στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα-Περί Λύχνων Αφάς», Ιωάννης  Κολιόπουλος, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκης, 2005 και Αρχεία του Μοιράρχου Πέτρου Βακάλογλου (Γ.Α.Κ αριθ. 210, κατάθεση της 13ης Φεβρουαρίου 1856)
*10 Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή το ένα στραγγαλίστηκε αφού πρώτα λιθοβολήθηκε και το άλλο κατακρεουργήθηκε. Ως δράστης και εδώ αναφέρεται ο Τσιμπουκλάρας
*11 Τους ζητούσε δηλαδή να μην κόψουν τ’ αυτιά ή τη μύτη των παιδιών, όπως συνήθιζαν να κάνουν τους αιχμαλώτους οι ληστές.
*12 Ο ληστής Οδυσσέας Μαυροδήμος φοβούμενος ότι το τέλος των ληστών πλησίαζε, άρχισε να έχει επαφές με το καταδιωκτικό απόσπασμα που είχε έδρα τη Λιβαδειά και συναντούσε συχνά στη Λιβαδειά τους αρμόδιους για την καταδίωξη των ληστών, όταν πήγαινε εκεί να αγοράσει  τρόφιμα και πολεμοφόδια. Η Κυβέρνηση του υποσχέθηκε μεγάλες αμοιβές και φυσικά να του δώσει αμνηστία, αν έφερνε κομμένο το κεφάλι του αρχιληστή Πανουργιά. Ο Μαυροδήμος πέτυχε το σκοπό του το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου 1856, όταν ο λήσταρχος κοιμόταν  βαθειά μετά από οινοποσία και φαγοπότι τεσσάρων αρνιών. Με το γιαταγάνι του έκοψε το κεφάλι του Πανουργιά και έφυγε γρήγορα για τη Λιβαδειά. Όταν έφθασε στη Λιβαδειά, κρατώντας το κομμένο κεφάλι του αρχιληστή, η πόλη πανηγύρισε. {«Σαράντα Παληκάρια από τη Λιβαδειά», Αριστείδη Κ.Ρούσσαρη, Λιβαδειά, 2002} Στα πλαίσια της πράξης αυτής, ο Μαυροδήμος έδωσε τη σχετική κατάθεση, που μνημονεύεται στο κείμενο.
*13 Η Ληστεία στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα-Περί Λύχνων Αφάς», Ιωάννης Κολιόπουλος, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκης, 2005, και Αρχεία Πέτρου Βακάλογλου, αριθμ. εγγράφου 210, Αρχεία Γ.Α.Κ.

 {jcomments off}

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.