Πέμπτη, 25 04 2024

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Μια αληθινή ιστορία με πανανθρώπινο χαρακτήρα

 

 

 

    Μια παγερή και σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα στις αρχές Δεκεμβρίου 1944 η τσίγκινη στέγη του αγροτόσπιτου μου στην κτηνοτροφική περιοχή των «ΠΟΥΡΗΝΙΩΝ» κροτάλιζε εκκωφαντικά από την φοβερή βροχόπτωση και τους ριπαίους ανέμους με συνέπεια να μην ακούμε καθαρά τα άγρια γαυγίσματα των δύο φοβερών ποιμενικών σκύλων μας που ακούγανε στα ονόματα «Μπαλάφο» και «Τούρκα».

Ο πατέρας μου που εγνώριζε το είδος των γαυγισμάτων που ήταν αλλιώτικος όταν κυνηγούσαν ζουλάπι και αλλιώτικος όταν γαύγιζαν άνθρωπο• μας έκανε νόημα να σταματήσουμε να τρώμε (είχαμε τραχανά) και ενέτεινε την προσοχή του προς την μεριά που έρχονταν τα γαυγίσματα.
    Αμέσως απεφάνθη ότι τα σκυλιά έτρωγαν άνθρωπο και παίρνοντας το λαδοφάναρο (καλούκι) βγήκε έξω να καλμάρει τα σκυλιά και να διαπιστώσει περί τίνος επρόκειτο. Σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων και στο τέλος του χωραφιού μας, που κατέληγε στον αγροτικό δρομο του ΜΑΡΤΙΝΟΥ – ΜΠΕΡΜΠΑΤΙΟΥ είδε τα σκυλιά να κλωθογυρίζουν με άγρια διάθεση ένα πελώριο σκοίνο έτοιμα να εισχωρήσουν στο βάθος αλλά τα εμπόδιζε η πυκνή φυλλωσιά  του θάμνου. Αφού ηρέμησε και τα απομάκρυνε άκουσε έναν ανεπαίσθητο βογγητό να έρχεται από το βάθος του θάμνου και προτάσσοντας το λαδοφάναρο είδε με έκπληξη έναν νεαρό γενειοφόρο άντρα (αντάρτη) να φέρει στρατιωτική χλαίνη, ένα αυτόματο και περίστροφο. Του έτεινε το χέρι αλλά μετά δυσκολίας ανασηκώθηκε διότι ήταν τραυματισμένος στο ένα πόδι του. Περιμέναμε με έκδηλη αγωνία την επιστροφή, όταν είδαμε τον πατέρα μου να κρατάει παραμάσχαλα τον άγνωστο άντρα και να τον μπάζει μέσα κοντά στο αναμμένο τζάκι. Άπλωσε τα χέρια να του πάρει τα όπλα αλλά αυτός έκανε μια απέλπιδα κίνηση να αρνηθεί αλλά ο πατέρας μου τον καθησύχασε στοργικά και κρέμασε τα όπλα σε ένα καρφί. Εγώ, που ήμουν περίπου δέκα ετών και οι τρεις αδερφές μου, νεαρές κι αυτές, στεκόμαστε αποσβολωμένοι στη θέα αυτού του ταλαιπωρημένου αλλά ηρωικού άνδρα, ο οποίος εψέλλισε με σπαστά Ελληνικά: «Με λένε Μηνά, είμαι Ιταλός. Έρχομαι από την Αθήνα. Πολεμούσα μαζί με τον ΕΛΑΣ τους Άγγλους» και αμέσως κατέρρευσε. Ήταν αντιφασίστας και αυτομόλησε από το στρατό του και προσχώρησε στις τάξεις τους ΕΛΑΣ. Στην μάχη των Αθηνών με τους Εγγλέζους και τους δικούς μας «Πραιτωριανούς» τραυματίστηκε και υποχωρώντας οι ηττημένοι αντάρτες προς Βορράν τον άφησαν στην περιοχή μας γιατί δεν μπορούσε άλλο να ακολουθήσει. Η μάνα μου του έδωσε να φορέσει κάποια φτωχικά μας μάλλινα γιατί ήταν μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο, του έπλυνε με κρασί την πληγή, του προσέφερε ζεστό τραχανά και του έστρωσε σε μια γωνιά να κοιμηθεί. Αυτή όμως η αναπάντεχη περιπέτεια στην οποίαν εμπλακήκαμε από ανθρωπισμό και χωρίς να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες καθόσον είχαν αρχίσει οι «Εθνικόφρονες» τις αντεκδικήσεις και η υπόθαλψη ενός «κουμμουνιστοσυμμορίτη» συνεπήγετο εκτέλεση του Πατέρα μου. Τον κρύβαμε επί ημέρες και η μάνα μου θεράπευε την πληγή του με μίαν πρωτόγονη θεραπευτική μέθοδο που ίσως προήρχετο από τα βάθη της Ελληνικής φυλής. Άλεθε με το γουδόχερο καύκαλο από χελώνα, το πολτοποιούσε με ελαιόλαδο, τα καβούρντιζε στο τηγάνι και άλειφε με αυτό την πληγή του Μηνά. Μέσα σε δέκα μέρες αυτό το σκεύασμα έκανε το θαύμα του. Θεραπεύτηκε εντελώς η πληγή του Μήνα. Μέσα σ’ αυτό το δεκαήμερο ο Μηνάς με εξοικείωσε με τα όπλα του και με γαλούχησε με δημοκρατικές ιδέες. Ο πατέρας μου απεφάσισε να τον παραδώσει στις αρχές αναλαμβάνοντας έναν επικίνδυνο ρίσκο. Κλήθηκε σε βασανιστική ανάκριση αλλά ως παλαιός «συμπολεμιστής όπως έλεγε του Βασιλέως Κωνσταντίνου στους Βαλκανικούς πολέμους και βασιλόφρων γάρ» την γλύτωσε φθηνά. Ο Μήνας έπρεπε να τουφεκισθεί παραχρήμα κατά την άποψη των υπερεθνικοφρόνων. Αλλά επειδή πολέμησε τον κοινό κατακτητή μας επεκράτησε η γνώμη πιο νουνεχών συγχωριανών μας. Έτσι παρέμεινε στο Μαρτίνο επί τρία χρόνια σε ένα παλιόσπιτο του Δαραμάρα και έπλεκε κάλτσες, γάντια και πουλόβερ για ένα πιάτο φαγητό καθόσον, όπως έλεγε, ήταν καλτσοβιομήχανος. Ήθελε να παντρευτεί την μεγάλη μου αδερφή την Ξανθή, αλλά αυτό θα ήταν ανοσιούργημα για εκείνη την εποχή και μάλιστα να παντρευτεί μια Ελληνίδα έναν Ιταλό εισβολέα, έστω και αντιφασίστα. Άσε που θα μας διαπόμπευε όλο το χωριό. Είχε γίνει η μασκότ του Μαρτίνου και ήταν θαμώνας του καφενείου του Μπαρμπακώστα Καββάλα. Ο συμμαθητής μου Γιάννης Καββάλας και οι παλαιότεροι θα τον θυμούνται καλά. Ήταν καθημερινός επισκέπτης του σπιτιού μας και κάθε φορά φιλούσε τα χέρια της Μάνας μου, την οποία προσφωνούσε ¨ΜΑΜΑ¨. Ο εμφύλιος εμαίνετο και τα ήθη είχαν αγριέψει. Ο Μήνας κινδύνευε πολύ.  Συνελήφθη και τον χάσαμε. Κάποιος συγχωριανός στρατευμένος (αν θυμάμαι καλά ήταν ο Σεραφείμ Γιαούζος) μας διεμήνυσε ότι τον εκτέλεσαν στα σύνορα. Λυπηθήκαμε πολλοί και κυρίως η οικογένειά μου και οι Δαρραμαραίοι. Το 1975 ένας ξένος τουρίστας με μίαν απαστράπτουσα φεράρι είχε παρκάρει εκεί στην βρύση του χωριού κοντά στα σπίτια τα Κολογιανέικα και επιθεωρούσε το χώρο το οποίο είχε αλλάξει άρδην από το 1944. Καινούργια σπίτια, οχήματα στις αυλές, ασφαλτόδρομοι, είχαν αλλοιώσει την παλαιά εικόνα της γειτονιάς. Κατ’ εκείνη την στιγμή κατέβαινε η μεγάλη μου αδελφή, από το παλιό Δημοτικό Σχολείο, να έρθει στο πατρικό μας. Είχε γίνει μετά από τριάντα χρόνια ευτραφέστατη και τίποτα δεν θύμιζε το εικοσιδιάχρονο κορίτσι του … ‘44. Πλησιάζοντας τον ξένο τουρίστα δέχεται τον αιφνιδιαστικό εναγκαλισμό του άγνωστου άντρα, ο οποίος την ανασήκωσε φωνάζοντας αλλοπαρμένος «Ξανθή - Ξανθή» έμπλεος δακρύων. Ήταν ο Μηνάς μεσήλιξ, καλτσοβιομήχανος και πάντα Δημοκρατικός. Γονυπετής καταφιλούσε τα χέρια της θείας Φωτεινής και την απεκάλει πάντα «ΜΑΜΑ». Πήγε στο καφενείο, φίλησε τον Μπαρμπακώστα Καβάλα, τον Ηρακλή τον Ρόκκο και όλους τους θαμώνες που τον θυμούνταν. Την επόμενη χρονιά ήλθε με την γυναίκα του, η οποία γονάτισε ευλαβικά και φίλησε τα χέρια της Μάνας μου πλημμυρισμένη στα δάκρυα προσφωνώντας την κι αυτή «ΜΑΜΑ». Έκτοτε αλληλογραφούσαμε συχνά και τα γράμματα μας τα μετέφραζε ο Κώστας ο Πίττας, Ιταλομαθής. Μετά από λίγα χρόνια λάβαμε το τελευταίο γράμμα με μια πένθιμη ταινία ενδεικτική θανατηφόρου μηνύματος. Από τις λίγες γνωστές λέξεις καταλάβαμε ότι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος είχε πεθάνει. Είχε έρθει στην Αθήνα να βρει τον μικρό του φίλο, αλλά δεν συναντηθήκαμε ποτέ, ίσως δεν θυμόταν ακριβώς το επίθετο μου. Ίσως έγραψε λάθος την διεύθυνσή μου… Η ιστορία αυτή έχει μικρές ομοιότητες με αρχαία Ελληνική Τραγωδία και δείχνει ότι υπάρχουν άνθρωποι όπου γης, που πιστεύουν στις πανανθρώπινες αξίες και στο υπέρτατο αγαθό της Ελευθερίας. Ήθελα αυτό το οδοιπορικό του Μήνα να το αφηγηθώ από χρόνια εν είδη μνημοσύνου και να το μοιραστώ μ’ αυτούς που πιστεύουν στις ίδιες αξίες με εκείνον τον σπουδαίο Άνθρωπο.
ΑΘΗΝΑ 30-9-2012

Γεώργιος Επαμ. Μπέρδος

 

 

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.