(Από τον πανηγυρικό λόγο της 29ης Ιανουαρίου 2006)
Του Γιώργου Μίχα*
Δεν θα αναφερθούμε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μάχη της 29η Ιανουαρίου 1829, ούτε και στη σπουδαιότητα της, γιατί αυτά έχουν καταγραφεί στο βιβλίο μας με την τοπική ιστορία και στο βιβλίο του κ. Παπαναγιώτου και επιπλέον, έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί, σε αλλεπάλληλους πανηγυρικούς λόγους, με αποτέλεσμα, να έχουν κουράσει.Κρίναμε αναγκαίο, προκειμένου οι νέοι να αποκομίσουν διδάγματα, που ενδεχομένως θα τους είναι χρήσιμα, να αναφερθούμε και να διατυπώσουμε τις απόψεις μας πάνω στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν την επανάσταση, στα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη συγκεκριμένη μάχη και τέλος, στις σημερινές συνθήκες, κάτω από τις οποίες εορτάζεται η επέτειος της μάχης αυτής.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, στην πολιτική ζωή της γηραιάς ηπείρου, αλλά και των περιοχών στους οποίους δημιουργήθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, δέσποζαν μια σειρά από γιγαντιαία κρατικά μορφώματα, οι λεγόμενες αυτοκρατορίες.
Σε ό,τι μας αφορά, τις περιοχές από τη Βοσνία μέχρι και τις βόρειες ακτές της Αφρικής, δηλαδή ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, τις κύκλωνε σαν πέταλο, το περίφημο Οθωμανικό Κράτος, του οποίου τα «συστατικά», ήταν περίπου τα εξής: «Διάφοροι λαοί, με διαφορετικές θρησκείες, είχαν εξαναγκαστεί σε πολιτική συμβίωση, από τον «περιούσιο» τουρκικό λαό, ο οποίος, όντας κατά πλειοψηφία μουσουλμανικού θρησκεύματος, θεωρούσε τους μη μουσουλμάνους υποδεέστερους και ασκούσε βίαια την εξουσία επάνω τους, μέσω του κληρονομικού μονάρχη, δηλαδή του Σουλτάνου».
Το «ραχατλίκι», το «κισμετ» και το «δίκαιο του ισχυρότερου», ήταν αυτά που δέσποζαν στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Στην περιοχή μας, δηλαδή στην Ελλάδα, οι περισσότεροι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι, κρύβονταν στα δάση και τα βουνά για να αποφύγουν τη βία και την εκμετάλλευση. Οι επιστήμες, οι τέχνες και τα γράμματα, ενώ στη Δύση είχαν αρχίσει να δίνουν καρπούς, στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν άγνωστα πράγματα και θεωρούνταν περιττές «ιδιοτροπίες». Η πείνα, οι αρρώστιες και η δυστυχία βασίλευαν από το ένα μέχρι το άλλο άκρο της αυτοκρατορίας και «θέριζαν», αδιακρίτως, μουσουλμάνους, Εβραίους και Χριστιανούς. Το πολυεθνικό και πολύ-πολιτισμικό αυτό μόρφωμα είχε πλέον γεράσει και η κατάρρευσή του ήταν θέμα χρόνου.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, πεφωτισμένοι άνθρωποι της Δύσης (αλλά και πράκτορες), περιέτρεχαν την οθωμανική επικράτεια, με την ιδιότητα του «περιηγητή» ή του «ταξιδιώτη» και προσπαθούσαν να καταγράψουν χρήσιμες πληροφορίες και να βολιδοσκοπήσουν τις διαθέσεις των τοπικών ηγεμόνων.
Η προσπάθεια τους αυτή, τελικά έφερε αποτέλεσμα. Στο απόλυτο σκοτάδι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανοίχτηκαν επιτέλους δύο χαραμάδες και δύο ακτίνες φωτός άρχισαν να δίνουν ελπίδες στους δυστυχισμένους υπηκόους της παραπαίουσας αυτής χώρας. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, κατάφεραν να πείσουν τους πασάδες των Ιωαννίνων και του Καΐρου, αντίστοιχα, δηλαδή τον Αλή πασά και τον Μωχάμετ Άλη, να ανοίξουν επιτέλους τις πόρτες στον πολιτισμό και να επιτρέψουν τη λειτουργία εκπαιδευτηρίων. Η αρχή έγινε. Το ποτάμι άρχισε να κυλά.
Παράλληλα, πέρα από την υποδαύλιση των φιλοδοξιών των τοπικών ηγεμόνων, για τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και των άλλων Ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών, χρησιμοποιήθηκε και ο «εθνικισμός».
Η λεγόμενη «επανάσταση των εθνών» άρχισε να κλονίζει συθέμελα τις γερασμένες αυτοκρατορίες της Ευρώπης και της Ανατολής.
Μέσα στον «αχταρμά» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, άρχισαν όλοι να ψάχνουν για τα στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας. Αλλά αυτό ήταν δύσκολο. Τετρακόσια και πλέον χρόνια αναγκαστικής συμβίωσης και βίαιων εξισλαμισμών, είχαν δημιουργήσει, όπως και να το κάνουμε, τα τετελεσμένα τους. Εκείνα που βοήθησαν στη δημιουργία της νεο-ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, δεν ήταν παρά οι θεωρίες του Έρασμου και ο ρόλος της εκκλησίας, ο οποίος θα πρέπει να ομολογηθεί ότι ήταν σημαντικός.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες και υπ' αυτές τις προϋποθέσεις, άρχισε η επανάσταση του '21, η οποία και είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Είναι αλήθεια, ότι αυτοί που «έκαναν» ιστορία, δεν είναι αυτοί που «έγραψαν» και την ιστορία. Και αυτό ισχύει περισσότερο για τα γεγονότα που αφορούν την επανάσταση. Αυτοί που έγραψαν την ιστορία, είτε από το φόβο του Φαλμεράϊερ, είτε από άγνοια ή και ηθελημένα, παρασιώπησαν και διαστρέβλωσαν την αλήθεια. Η ρήση του Διονυσίου Σολωμού: «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές», αγνοήθηκε.
Έχουν περάσει σχεδόν 200 χρόνια και υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
Να μερικά απ' αυτά: α) Τι προέβλεπε το Σύνταγμα και η συμφωνία του Κολοκοτρώνη με τον Αλή Φαρμάκη; β) Πού, πότε και από ποιους, ξεκίνησε ο αγώνας; γ) Τι ρόλο έπαιξαν τα δάνεια και η υποθήκευση του μέλλοντος, του νεο-ελληνικού κράτους, στη μεταστροφή της διαθέσεως των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στην επανάσταση; δ) Γιατί μια σειρά από αγωνιστές και πρωτεργάτες του ξεσηκωμού, όπως ο Αντρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Οικονόμου και πολλοί άλλοι, δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα; Και ε) Πώς και γιατί οι «άκαπνοι» και οι «ξενόφερτοι», πήραν στα χέρια τους τα ηνία του νεοσύστατου κράτους;
Η ιστορία της επανάστασης του '21, πρέπει επιτέλους να ξαναγραφτεί. Και αυτό, είναι βέβαιο ότι θα γίνει, αργά ή γρήγορα.
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, ας πλησιάσουμε για να δούμε, από κοντά, τα φυσικά πρόσωπα, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Μαρτίνου, η οποία (μάχη), ομολογουμένως, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία «τετελεσμένων», για τα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, πριν από τη διάσκεψη των πρεσβευτών στον Πόρο. Πριν το κάνουμε όμως αυτό, δεν μπορούμε να αποφύγουμε μερικές γενικές αναφορές:
Τον Οκτώβριο του 1828, ο Στρατάρχης Δημήτριος Υψηλάντης, διατάχτηκε να εκστρατεύσει και να απελευθερώσει τη Βοιωτία. Μέσα σε λίγες μέρες, ο σκοπός αυτός είχε επιτευχθεί, παρ' όλο που η Θήβα και η Αττική βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Οθωμανών. Ο Υψηλάντης, πριν απελευθερώσει τη Λιβαδειά, έδωσε δύο μικρές, σε αναλογία με άλλες, μάχες. Τη μάχη για την απελευθέρωση του Μαρτίνι (όπως αναφέρεται στις πηγές) και τη μάχη του Στεβενίκου (της σημερινής Αγίας Τριάδας). Στη μάχη του Μαρτίνου τα στρατεύματα του Υψηλάντη αντιμετώπισαν τους «νιζάμιδες», του Οτζάκ Οσμάν Αγά, τον οποίο και νίκησαν. Στο Στεβενίκο αντιμετώπισαν ένα σώμα μουσουλμάνων Αρβανιτών, οι οποίοι είχαν συμπαραστάτες περίπου 40 άνδρες υπό τον Γιάννη Ζελιγιαννέο, τους οποίους επίσης νίκησαν.
Ο Υψηλάντης, βλέποντας ότι στον αγώνα του για την απελευθέρωση της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, κυρίως, είχε να αντιμετωπίσει σώματα μουσουλμάνων Αρβανιτών και γνωρίζοντας το χαρακτήρα και την πολεμική τους ανδρεία, για την αποφυγή άσκοπης αιματοχυσίας, εφάρμοσε μία έξυπνη τακτική, η οποία τον βοήθησε στην επίτευξη του σκοπού του. Αυτή η τακτική περιελάμβανε την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και τη σύναψη συνθηκών μ' αυτούς. Η αρχή έγινε με τους πολιορκούμενους στο μοναστήρι του Δομπού και στη συνέχεια στο Στεβενίκο. Αυτά μαθεύτηκαν στη Λιβαδειά, με αποτέλεσμα, οι υπερασπιστές της, να εγκαταλείψουν την πόλη, μετά από συνθήκη και όπως γράφει η Γενική Εφημερίς «...έλαβον τον δρόμον του Ζητουνίου σύροντες μαζί των τον Μουχουρδάρ Αγάν δια τους μισθούς των..».
Επομένως, σύμφωνα με τα προηγούμενα, η μάχη που εορτάζουμε στις 29 Ιανουαρίου, δεν είναι η μάχη της απελευθέρωσης του Μαρτίνου, αλλά η μάχη που έγινε δύο μήνες μετά την απελευθέρωσή του και είχε σαν σκοπό την ανακατάληψη του χωριού από τους Οθωμανούς.
Και τώρα, οι πρωταγωνιστές:
Ποιος ήταν αλήθεια ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, που γεννήθηκε σε ένα χωριό του Μαυροβουνίου; Τι ήταν αυτό που τον έκανε να εγκαταλείψει την μακρινή του πατρίδα και να έλθει, μαζί με τα αδέλφια του, για να λάβει μέρος στον αγώνα; Γνωρίζοντας ότι το σημερινό Μαυροβούνιο, στην μεγάλη του πλειοψηφία, κατοικείται από Σλάβους, αναρωτιόμαστε: Ήταν μήπως Σλάβος;
Βεβαίως όχι. Είναι γνωστό ότι κανένας Σλάβος ή Ρώσος δεν έλαβε μέρος στον αγώνα για την εκδίωξη των Τούρκων. Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ελβετοί, Άγγλοι, Δανοί, Κορσικανοί, Αμερικανοί, Αυστριακοί, Σκωτσέζοι, Σουηδοί και Ισπανοί φιλέλληνες αγωνιστές, ναι υπήρξαν. Οι περισσότεροι μάλιστα απ' αυτούς έπεσαν στις μάχες του Πέτα και του Μεσολογγίου. Ρώσος όμως, παρά τις περί του αντιθέτου πεποιθήσεις, ούτε ένας. Για όσους έχουν διαβάσει μια στάλα εξωσχολική ιστορία, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σχετικά με την καταγωγή του Βάσου Μαυροβουνιώτη. Το Μαυροβούνιο ή Μάλι-ζί, είναι η κοιτίδα του λαού των Ιλλυριών, του αρχαίου αυτού ελληνικού φύλου, από το οποίο κατάγεται και ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Επομένως, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, όντας Ιλλυρικής καταγωγής, δεν είναι παρά ένας γνήσιος Έλληνας. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τα στρατεύματα που είχε υπό τις διαταγές του. Οι κάτοικοι των Κυκλάδων, στις οποίες ξεχειμώνιασε μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στη Συρία (ναι στη Συρία), θυμούνται και αναφέρονται στην εποχή και στα στρατεύματα αυτά, σαν «την εποχή των Λιάπηδων». Άρα και οι στρατιώτες που τον συντρόφευαν, στους πρώτους αγώνες του, ήταν και αυτοί Ιλλυρικής καταγωγής.
Σε ό,τι αφορά τώρα τους άλλους αγωνιστές της μάχης του Μαρτίνου, ο Τσεβάς, στο έγκριτο βιβλίο του «η ιστορία των Θηβών», αναφέρει, ότι ο εκατόνταρχος Στάμος Μαυροδήμος ήταν Μαρτιναίος την καταγωγή, οι Μητρος Στάμου και Μιχαήλ Γρίβας Θηβαίοι, οι Μήτρος Λάππας και Λάμπρου Οδυσσέας Λειβαδίτες, ο Γεωργάκης Παγώνας Τοπολιάτης (και με απώτερη καταγωγή το Μαυρομάτι Θηβών), ο Γιώργης Μαυροματαίος από τις Θεσπιές, ο Δημήτρης Κριεκούκης από τα Κούντουρα και τέλος, ο Γιώργης Σκουρτανιώτης (που αψηφώντας τις διαταγές του Ευμορφόπουλου να παραμείνει στα «αλμυρά» της Τραγάνας, κατέφθασε στο Μαρτίνο τη στιγμή που κρινόταν η μάχη και έγειρε, με την ορμή των παλικαριών του, την πλάστιγγα υπέρ της νίκης των Ελλήνων), ήταν αδελφός του ήρωα Θανάση Σκουρτανιώτη και ήταν από τα Σκούρτα των Θηβών. Φυσικά, αφού οι εκατόνταρχοι αυτοί, κατάγονταν από αυτά τα χωριά, δεν μπορεί παρά και τα δικά τους παλικάρια, να είχαν την ίδια με αυτούς καταγωγή. Αλήθεια, ο Στάμος Μαυροδήμος, αυτός ο Μαρτιναίος εκατόνταρχος, από πού είχε μαζέψει τα 100 παλικάρια του; Θέλει άραγε ρώτημα; Μα φυσικά και ήταν Μαρτιναίοι. Επομένως, για όσους γνωρίζουν τα χωριά που αναφέραμε και το ανδρείο φρόνημα των κατοίκων τους, δεν φαίνεται περίεργο που η άνιση αυτή μάχη, είχε αίσιο αποτέλεσμα, αφού το σύνολο των ανδρών της 6ης χιλιαρχίας, αποτελούνταν από ντόπιο πληθυσμό, ιλλυρικής καταγωγής.
Ένα άλλο στοιχείο, στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε σημασία, είναι και το εξής: Γιατί ο Βάσος Μαυροβουνιώτης επέλεξε να δώσει τη μάχη μέσα στο Μαρτίνο; Έχοντας εγκατασταθεί στο χωριό από τις αρχές του Δεκέμβρη, είχε τη δυνατότητα, μιας και ο Μαχμούτ Πασάς ερχόταν από το Λούτσι, να δώσει τη μάχη, είτε στην περιοχή του χωριού αυτού, είτε στην περιοχή της Τσούκας και μάλιστα, θα μπορούσε να έχει στήσει και ενέδρα στον εχθρό. Η απάντηση όμως στο ερώτημα αυτό, είναι απλή. Ο Βάσος, γνωρίζοντας το φρόνημα των κατοίκων του χωριού και μετατρέποντας τα σπίτια τους σε ταμπούρια, τους εξανάγκασε σε γενική συμμετοχή σε έναν αγώνα, που στην κυριολεξία, ήταν αγώνας υπέρ «βωμών και εστιών». Δηλαδή, στους άνδρες της 6ης χιλιαρχίας, προσέθεσε και έναν ακόμη αριθμό αγωνιστών, που είχαν, εκ των πραγμάτων, πρόσθετους λόγους για να είναι αξιόμαχοι. Οι Μαρτιναίοι, μαζί με τους Μαυροματαίους, είναι γνωστοί για το φιλότιμο και το ανδρείο και πατριωτικό τους φρόνημα σε όλα τα χωριά της Βοιωτίας, αλλά και της Λοκρίδας. Και αυτό, το έχουν αποδείξει πολλές φορές.
Επομένως, γνωρίζοντας τους κατοίκους, δεν πιθανολογούμε την καθολική συμμετοχή τους στη μάχη του Μαρτίνου, αλλά τη θεωρούμε βεβαία και ως πραγματικό γεγονός.
Οι σημερινοί κάτοικοι λοιπόν του Μαρτίνου, αλλά και οι κάτοικοι της Λάρυμνας, του Λουτσίου και του Πύργου, οι οποίοι την εποχή εκείνη συγκατοικούσαν στον ίδιο οικισμό, μπορούν και πρέπει να είναι υπερήφανοι για τους προγόνους τους.
Τελειώνοντας θα θέλαμε να αναφερθούμε, με λίγα λόγια, στις σημερινές συνθήκες, κάτω από τις οποίες εορτάζουμε την επέτειο αυτή.
Τα εθνικά κράτη, που αντικατέστησαν τις αυτοκρατορίες, κίνησαν τον τροχό της ιστορίας και έφεραν πρόοδο. Όμως, μαζί με την πρόοδο, έφεραν και πολέμους και δυστυχίες. Το λουτρό αίματος, των δύο παγκοσμίων πολέμων, κατέδειξε, πως και τα εθνικά κράτη έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο. Η αρχή των αυτοκρατοριών, «διάφοροι λαοί, ένας από τους οποίους είναι περιούσιος και ένας ηγέτης», στα εθνικά κράτη αντικαταστάθηκε από το «ένας και περιούσιος λαός, μία θρησκεία και ένας ηγέτης», το οποίο σε πολλές περιπτώσεις, ήταν χειρότερο και απ' αυτό των αυτοκρατοριών. Οι εθνικές εκκαθαρίσεις και οι τριβές με τα γειτονικά κράτη, ήταν αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της αρχής.
Φαίνεται όμως πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι λαοί της Ευρώπης, κουρασμένοι από τις εντάσεις, την αντιπαλότητα και τις τριβές, αποφάσισαν, αβίαστα και με τη θέλησή τους, για μια νέα συνένωση, σε μία νέα «αυτοκρατορία», της οποίας όμως η αρχή «πολλοί λαοί, πολλές θρησκείες, κανένας περιούσιος λαός και προς το παρόν, πολλοί ηγέτες», φαίνεται να λύνει αρκετά από τα προβλήματα των παλαιών αυτοκρατοριών και των εθνικών κρατών. Ο χρόνος και η ιστορία θα δείξει την ωφελιμότητα και χρησιμότητα της Ευρωπαϊκής αυτής Ενώσεως. Οι δημοκρατικές διαδικασίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, φαίνεται να είναι το μέλλον των ευνομούμενων κοινωνιών.
Αλλά επειδή είναι γνωστό, ότι όλα έχουν μία αρχή και ένα τέλος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι και αυτή η συνένωση κάποτε θα κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Και επειδή επίσης έχει αποδειχτεί, ότι στις διάφορες συνενώσεις, οι λαοί που ολιγωρούν χάνουν τα στοιχεία της ταυτότητας τους, όταν έρθει η ώρα της διαλύσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, για να μην έχουμε τα ίδια προβλήματα, με αυτά που είχαμε κατά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα πρέπει να φροντίσουμε να μην χάσουμε τα στοιχεία της πολιτιστικής μας ταυτότητας.
Οι κάτοικοι του Μαρτίνου, της Λάρυμνας, του Λουτσίου και του Πύργου, έχοντας στο νου τους την αρχή, ότι «δεν απορρίπτουμε τίποτε από το παρελθόν, χωρίς έλεγχο και κρίση», μπορούν και πρέπει να αναζητήσουν, να καταγράψουν και να διασώσουν τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία των προγόνων τους, για τους οποίους δικαιούνται και πρέπει να είναι υπερήφανοι.
Η μάχη του 1829, ήταν για την ελευθερία. Η σύγχρονη και καθημερινή μάχη, που πρέπει να δίνουν οι Μαρτιναίοι, αλλά και οι κάτοικοι των χωριών που προήλθαν απ' αυτό, είναι για τη διατήρηση της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Εάν χάσουμε αυτή τη μάχη, ...χαθήκαμε