3. Ο μικρός μας κήπος
Επέστρεφε συχνά,
έπαιρνε τη δόση του κι έφευγε.
Όχι, δεν ήταν εθισμένος.
Μαραμένος ήταν.
Λένε ότι αν δεν ποτίζεις ένα δέντρο ξεραίνεται.
Εγώ το πότιζα από μικρή,
με είχε μάθει ο παππούς μου.
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες,
τα φροντίζουμε, δεν τα κόβουμε, μου φώναζε.
Όσο πιο πολύ νερό τους βάζεις,
τόσο πιο ψηλά θα πάνε.
Έτσι έκανα και εγώ.
Μεγάλωσα ένα κυπαρίσσι, χρόνια τώρα,
και έβλεπα τη ρετσίνα του να σκάει,
και χάραζα πάνω του το όνομά μου.
Ήθελα να ξέρουν ότι είναι δικό μου.
Ποιος θα μπορούσε να μου το πάρει άλλωστε;
Ήξερα, παππού, δικό μας ήταν,
εμείς το φυτέψαμε,
ποιος μπορεί να μας το πάρει;
«Δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς,
αλλά μπορεί να μας το κόψει κάποιος.
Εσύ μην αφήσεις να σ’ το κόψει κανείς,
μόνο αν το θες».
«Συγγνώμη, παππού, δεν τα κατάφερα...»