Μέσα σε μια δεκαετία δημιούργησαν ήσυχα και χωρίς πολλή φασαρία τέσσερα θαυμάσια άλμπουμ με βασικό άξονα το blues, χωρίς την ψυχαναγκαστική απόλυτη πίστη στο είδος που θα απαιτούσε ένας «purίστας», αλλά με τη δημιουργική διάθεση της «εξέλιξης των ειδών» που τους επιτρέπει –εν προκειμένω– να φτιάξουν ένα bluesy άλμπουμ που για να ολοκληρωθεί χρησιμοποιεί και πολλά άλλα μουσικά στοιχεία. Αν λάβουμε δε υπόψη μας ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη –από τα αρκετά τα τελευταία χρόνια– «αποκεντρωμένο» συγκρότημα με βάση τη Μαλεσίνα (όπου και το στούντιο που ηχογραφούν), το εγχείρημα του Παύλου Καραπιπέρη και της παρέας του αποκτά και μία ακόμη ιδιαιτερότητα στη «μάχη επιβίωσης» που δίνουν τα ελληνικά συγκροτήματα.
Φωτό: Ο Παύλος Καραπιπέρης (2ος από αριστερά) και η παρέα του
Για πρώτη φορά στη συνήθη αντροπαρέα εμφανίζεται και μια γυναίκα και μάλιστα η εξαιρετική Γεωργία Συλλαίου (με jazz καταβολές και πειραματισμούς με τον Σάκη Παπαδημητρίου), που ερμηνεύει 4 από τα 10 τραγούδια του δίσκου. Ο τρόπος που προσεγγίζει τα τραγούδια δεν έχει καμία blues (με την παραδοσιακή έννοια) χροιά κι αυτός ο «κόντρα ρόλος» δίνει στο άλμπουμ μια άλλη διάσταση. Είναι φανερό πως το πνεύμα του Tom Waits τριγυρνούσε ελεύθερο μέσα στο στούντιο κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης και δεν ξέρω για τους υπόλοιπους, αλλά σίγουρα ο Καραπιπέρης το έβλεπε και συνομιλούσε μαζί του. Και γιατί όχι... Μακάρι στις ηχογραφήσεις όλων να τριγυρνούσε το πνεύμα τέτοιων ατόμων σαν τον Tom Waits (που εδώ που τα λέμε δεν είναι και τόσα πολλά για να τους προλάβουν όλους).
Παρούσα όμως ήταν και η αύρα όλων των «slowhand» κιθαριστών, από το Peter Green ως τον J.J. Cale κι από τον Eric Clapton ως τον Mark Knopfler, χαρίζοντας στο δίσκο ένα νωχελικό, αργόσυρτο, γοητευτικό τέμπο κι ένα ηχητικό αποτέλεσμα που παραπέμπει στο rock των 70s και στο rhythm & blues της εποχής, ενώ οδηγεί συχνά σε μια «spoken word» τραγουδιστική φόρμα. Κι επειδή το αργό είναι και δύσκολο, να πω πως το rhythm section της μπάντας δουλεύει άψογα, όμως το βασικό προσόν του δίσκου είναι η αφαίρεση. Όλα τα παραπάνω λειτουργούν διότι όλοι τους έχουν αποβάλει κάθε διάθεση για –έστω και μία– νότα επιπλέον, για άχρηστα φτιασίδια και blues κλισέ. Ένας δίσκος πραγματικά καλής παρέας...
Πηγή: Athens Voice, τεύχος: 431 - 09/04/2013 editor:ΜΑΚΗΣ ΜΗΛΑΤΟΣ