Πέμπτη, 21 11 2024

Η αφέλεια

Πήρε μέρος κι αυτός σε κάποιον διαγωνισμό υποτροφών για την αλλοδαπή, με την ελπίδα πως μπορούσε ν’ άλλαζε κι η αγέλαστη ζωή του. Όλα έδειχναν πως γίνονταν σοβαρά και νομότυπα. Οι προκηρύξεις δηλαδή και τα παρόμοια. Οι υποψήφιοι ήταν γύρω στους είκοσι. Η θέση ήταν μία. Θα έπαιρνε την υποτροφία ο καλύτερος.

Άρχισε η εξέταση. Η ιερή εξέταση.

Το πρώτο μάθημα - όπως πάντα - η έκθεση ιδεών. «Το αίσθημα της ευθύνης ως παράγων προόδου του Κοινωνικού Συνόλου». Του άρεσε το θέμα. Η ευθύνη. Βέβαια αποδεχόταν, χωρίς επιφύλαξη, πως από τότε που ωριμάζει το αίσθημα της ευθύνης στον άνθρωπο, υπάρχει ελπίδα για δίκαιη κι ανθρώπινη συμβίωση. Έγραψε πολλά. Ό,τι πίστευε, τέλος πάντων, πάνω σ’ αυτό το καυτό πρόβλημα. Στον πρόλογο έκανε μια αναδρομή στην ανθρώπινη εξέλιξη. Θυμήθηκε τον τρωγλοδύτη, τον άνθρωπο των σπηλαίων, που δεν ήξερε τι σημαίνει ευθύνη και ζούσε σύμφωνα με τις παρορμήσεις των ενστίκτων του. Γι’ αυτό και κανένας δε σκέφτηκε να του ζητήσει ευθύνη. Ούτε κι η ιστορία. Τι να ζητήσει και τι να καταλογίσει η ιστορία σ’ αυτόν τον άγριο, βασανισμένο πρόγονο!… Τόνισε, βέβαια με τρόπο και την ευθύνη των ισχυρών. Είναι σημαδιακή αυτή η ευθύνη, ισχυρίστηκε, γιατί ζεματά με τις συνέπειές της. Και περίμενε τ’ αποτελέσματα με καρδιοχτύπι…

Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων γινόταν κάθε πρωί για το μάθημα της προηγούμενης ημέρας. Όσοι πετύχαιναν είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν. Για τους άλλους θα ήταν περιτό. Βρήκαν λογικό αυτό το σύστημα. Όλα έδειχναν πως οι εξετάσεις ήταν μεθοδικές και αδέκαστες.

Στην έκθεση πέρασαν εφτά. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Σοφοκλής. Την άλλη μέρα συγκεντρώθηκαν πάλι, αυτήν τη φορά οι εφτά μόνο, στην αίθουσα του μαρτυρίου. Κοίταζαν ολόγυρα, ερευνητικά, προσπαθώντας να θυμηθούν αυτούς που έπεσαν στο δρόμο με τους πρώτους πυροβολισμούς. Θύμιζε κάτι από Αγκάθα Κρίστι αυτή η στιγμή. Και απ’ το θρυλικό «Δέκα Μικροί Νέγροι». Φοβόταν, ενδόμυχα, μην είχε την τύχη τους…

Έγραψαν και στο δεύτερο μάθημα, στο Κοινωνικό Δίκαιο. Ήταν σίγουρος πως έγραψε καλά. Είχε ένα αλάνθαστο αισθητήριο για θέματα, σχετικά, με εξετάσεις. Κι’ ιδιαίτερα για γραπτές εξετάσεις. Είχε εμπιστοσύνη στην πένα του. Το ίδιο, βέβαια, θα συνέβαινε και με τους άλλους. Όλοι έγραψαν με περισσή σοβαρότητα κι εμβρίθεια.

Ένιωθε αγωνία ώσπου να ξημερώσει η άλλη μέρα. Μα η μέρα ήρθε γρήγορα και μαζί της έφερε τη χαρά. Όσο κι’ αν πίστευε πως θα πέρναγε, ήταν διαφορετικά τώρα που η πίστη του ήταν πια ένα γεγονός. Τόνιωθε διαφορετικά, γιατί του ανήκε. Τη χαρά του σκίασε μονάχα μια μικρή λύπη. Απ’ τους εφτά είχαν περάσει δύο. Ακριβώς αυτός ο δεύτερος ήταν που τον φόβιζε.

Toυ φάνηκε σκοτεινή μορφή απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδε. Από τότε που συναντήθηκαν τυχαία στο ιατρείο, για τη σχετική εξέταση. Κι’ είν’ αλήθεια πως, από κείνη τη στιγμή, τον φοβόταν λίγο. Γιατί διαισθανόταν, αλάθητα, τον κίνδυνο. Και τώρα κάτι τούλεγε πως αυτός ο αντίπαλος ήταν επικίνδυνος. Ισχυρίζοταν πως δεν είχε ελπίδες, πως τάχα έτσι πήρε μέρος στις εξετάσεις μια κι’ αυτός ο καιρός ήταν για κείνον νεκρός, αφού υπηρετούσε τη θητεία του.

Συναντήθηκαν ξανά την τελευταία μέρα. Οι δύο τους. Σχεδόν αμίλητοι. Τόνιωθε κανείς πως αν μπορούσε ο ένας νάτρωγε τον άλλον, χωρίς να τον πάρουν είδηση, σίγουρα θα τόκανε… Κοιτάζονταν ψυχρά. Σχεδόν βλοσυρά. Απ’ το προηγούμενο βράδυ πούμαθε ο Σοφοκλής τ’ αποτελέσματα, ένιωσε μια βαθιά ανησυχία. Φοβόταν πως μπορούσε αυτός ο αντίπαλος ακόμα και στο δρόμο να βάλει κάποιον να τον χτυπήσει. Για να τον βγάλει απ’ τη μέση. Γι’ αυτό εκείνο το βράδυ, σχεδόν, δεν πήγε πουθενά. Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες…

Στο τελευταίο μάθημα, στ’ Ασφαλιστικό Δίκαιο, ήρθε ο ίδιος ο καθηγητής και τους έδωσε τα θέματα. Τους κοίταξε καλά. Και να που σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή της ζωής του, βρέθηκε κι’ αυτή, έστω για μια φορά, στο πλευρό του. Έτσι της συγχώρησε όλες τις προηγούμενες λαχτάρες, που χρόνια τώρα, τούχε δώσει. Το θέμα δύσκολο, μα από κείνα που αυτός γνώριζε καλά. Στο ίδιο θέμα είχε εξεταστεί και στο Πανεπιστήμιο κι’ είχε πάρει οχτώ. Δεν θα του ξέφευγε λοιπόν μέσα απ’ τα χέρια, αυτή η σπάνια εύνοια της τύχης. Κι ας τον κοίταζε ο άλλος μ’ εκείνο το συνοφρυωμένο, εχθρικό ύφος.

Την ίδια μέρα, την τελευταία, εξετάστηκαν και στην ξένη γλώσσα. Οι δύο που απόμειναν. Όποιος πέρναγε το μάθημα, αν πετύχαινε και στη γλώσσα, θάταν ο τυχερός της κούρσας. Μονάχα που ο καθηγητής των Γαλλικών, την ώρα της εξέτασης, τον έκανε ν’ ανησυχήσει.

- Ποιος υποστηρίζει εσένα; Τον ρώτησε σ’ εμπιστευτικό, χαμηλό τόνο. Φοβήθηκε στην αρχή μήπως τον πρόδιναν τα Γαλλικά του. Κοίταζε λοιπόν απορημένος τον εξεταστή. Ωστόσο -πολύ φυσικά-ρώτησε με τη σειρά του.

- Μα χρειάζεται υποστήριξη; Αφού ισχύει αξιοκρατία.

- Για τις δεύτερες θέσεις. Ποτέ για την πρώτη. Όταν μάλιστα είναι μοναδική!

Ανησύχησε. Κάτι θάξερε ο καθηγητής, για να λέει αυτά τα πράγματα. Όμως ήταν σίγουρος πως η υποτροφία ήταν δική του. Γιατί είχε γράψει. Δεν μπορούσαν να τον απορρίψουν. Ακόμα και να τόθελαν. Γιατί υπήρχε, στο κάτω - κάτω το γραπτό του. Scripta manent, ψιθύριζε με σιγουριά. Θα τους έτριβε το πρόσωπο με το γραπτό, αν τον έκοβαν. Δε θα τολμούσαν να τον κόψουν…

Του είχαν πει μερικοί γνωστοί να περάσει να τους δει μετά τις εξετάσεις, για να τον βοηθήσουν. Δεν πήγε σε κανέναν. Αφού έγραψε καλά γιατί να πάει; Έπειτα ήταν σίγουρος πως τελικά θα τον κορόϊδευαν. Τι είχε αυτός να τους χαρίσει σαν αντάλλαγμα, για να τον βοηθήσουν; Κατέβηκε λοιπόν ήσυχος και γαλήνιος αυτό το ηλιόλουστο, φθινοπωρινό, πρωϊνό στο Ζάππειο, για να ηρεμήσει, μετά τη φουρτούνα, των εξετάσεων. Ένιωθε μια ενδόμυχη εμπιστοσύνη. Στον εαυτό του. Στους άλλους. Μια ανακούφιση. Βέβαια η θέση ήταν μία. Για ολόκληρο το Κράτος. Όμως τι σημασία είχε αυτό; Και νάθελαν δεν μπορούσαν να τον κόψουν. Δε θα τολμούσαν να τον κόψουν.

Και όμως τόλμησαν. Έτσι ψυχρά τον έκοψαν. Κυριολεκτικά τον αποκεφάλισαν. Σαν άλλον Ιωάννη Πρόδρομο…

- Το παν στη ζωή είναι ζήτημα μελέτης. Τον είχαν διδάξει οι καθηγητές στα Πανεπιστήμια. Και τους πίστεψε, γιατί είχε ανάγκη από μια πίστη. Και πίστη του στάθηκε πάντα η δικαιοσύνη. Αυτή που τελικά τον αδίκησε…

- Ποιος σε υποστηρίζει; Βούιζαν στ’ αυτιά του τα λόγια του καθηγητή, μετά το μοιραίο τηλεφώνημα, που τον γέμισε πίκρα με το αναπάντεχο αποτέλεσμα.

- «Μα είχα γράψει. Υπάρχει το γραπτό. Πως τόλμησαν;». Σκεφτόταν όλη την ώρα.

- Για τις δεύτερες θέσεις η αξιοκρατία. Ποτέ για την πρώτη, όταν είναι μοναδική. Έρχονταν ξανά, σαν κρότοι μυδραλιοβόλου τα γνώριμα λόγια. Κάτι ήξερε αυτός ο καθηγητής απ’ τα γρανάζια του συστήματος.

- Τι φταίει και το σύστημα; Τον παρηγόρησε ο ξαδερφός του ο Γιάννης. Μπορεί νάναι άριστο στη δομή και στη θεωρία. Όμως άνθρωποι, δίνουν ζωή και σ’ αυτό. Άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες, που τις μεταγγίζουν σα βρώμικο αίμα και στους πιο άδολους θεσμούς.

Ζούσε μόνος στην πρωτεύουσα. Και τ’ ασυντρόφευτα όνειρα πεθαίνουν μόνα, σαν τα έρημα πουλιά…

- Μα πως μπόρεσαν κι’ έκαναν αυτό το έγκλημα; έλεγε και σχεδόν έκλαιγε.

- Έγκλημα; Έκανε απορημένος ένας φίλος του. Μα γι’ αυτούς κάτι τέτοια, είναι πράγματα συνηθισμένα. Αν έδιναν αυτές τις θέσεις σε μερικούς, σαν εσένα, τότε τι θάμενε γι’ αυτά τα τρωκτικά τα παιδιά τους και τα παιδιά των φίλων τους;

Σα ν’ αφυπνιζόταν από ένα λήθαργο. Δεν είχε χτυπηθεί -ως τώρα- με τον κοινωνικό περίγυρο, διεκδικώντας μια σημαντική θέση κι’ έτσι αγνοούσε τα σκοτεινά πλέγματα που το προσδιόριζαν. Αυτός ήταν ένας αθεράπευτος ονειροπόλος, ένας ποιητής, με παιδική αφέλεια. Αγαπημένη ασχολία του ήταν να διαβάζει πεζογραφία και ποίηση. Και πότε-πότε να γράφει κιόλας. Πού καιρός λοιπόν ν’ ασχοληθεί με τα χάλια του κόσμου; Πολλοί τούλεγαν πως δεν έπρεπε ν’ ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα, αφού η καρδιά του ήταν σαν εύλεκτη ύλη, που άρπαζε φωτιά. Έπρεπε να τ’ αποφεύγει γιατί τον έφθειραν. Όμως αυτός ήταν πεισματάρης κι’ αδιόρθωτος. Η επιστήμη ήταν σα μια ψυχρή ερωμένη. Δεν τον γέμιζε. Στην τέχνη έβρισκε μια λύτρωση. Ας καιγόταν, λοιπόν, λίγο - λίγο. Τόνιωθε πως δε θα ζούσε πολύ. Μα παρηγοριόταν με τη σκέψη πως όλοι μια μέρα θα πέθαιναν. Τι γρηγορότερα, τι αργότερα; Φτάνει νάσβυνε, σχετικά, δικαιωμένος…

Με τέτοιο εξοπλισμό, ήταν ολοφάνερο, πως ήταν εύκολος στόχος για τους άλλους. Για τους σαλταδόρους, για κάτι «κύμβαλα αλαλάζοντα» που πηδάνε μέσα σ’ όλα, που θολώνουν καταστάσεις, εξοντώνουν αντιπάλους και βγαίνουν νικητές, μέσα από έναν αιμάτινο κύκλο.

Ένιωθε την καρδιά του περίλυπη μέχρι θανάτου. Γιατί αναρωτιόταν αφού στα τριάντα δύο χρόνια του τον έδερνε ακόμα μια αθεράπευτη αφέλεια, πώς μπορούσε να ελπίζει;…

Από το βιβλίο του Θανάση Νυδριώτη
“Ο ΦΟΒΟΣ”

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.