Παρασκευή, 22 11 2024

Ο ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ

Αύγουστος πρωινό. Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά και ρίχνει τις καυτές του αχτίδες κάνοντας τους ανθρώπους να ιδρώνουν και να ψάχνουν για λίγη δροσιά. Εγώ αραχτός στο καφέ του Ταξιάρχη , έχω απλωμένα τα πόδια μου μπροστά και παρακολουθώ τον κόσμο που περνάει από μπροστά μου. Ζευγαράκια, μαμάδες μοναχικοί τύποι που περπατάνε αργά και άλλοι που προχωράνε βιαστικά, λες και κάποιος ή κάτι τους κυνηγάει.

Δίπλα μου ο Τάκης με τον Αγησίλαο και τον Γιάννη, συζητάνε για τις εκλογές που θα γίνουν τον Οκτώβριο. Ο Τάκης διαβάζει ένα περιοδικό και όπως κι εγώ δεν συμμετέχει στη συζήτηση. Ποτέ μου δεν χώνεψα τις πολιτικές συζητήσεις στο χωριό γιατί έχουν πολύ ένταση και γι' αυτό δεν παρακολουθούσα τίποτα απ' όσα έλεγαν.

Είχα αδειάσει το μυαλό μου από οποιαδήποτε σκέψη και το μόνο που μ' απασχολούσε εδώ και λίγα λεπτά, ήταν η μικρή πλατεία που είχε μόνο ένα παιδάκι να παίζει. Το παρακολουθούσα με το βλέμμα. Πήγαινε μέχρι την εκκλησία, ξαναγύριζε, περνούσε από μπροστά μας, έφτανε μέχρι την άκρη του δρόμου και μετά ξανά πάλι μέχρι την εκκλησία. Είχα απορροφηθεί τελείως να παρακολουθώ καθώς περπατούσε και σε κάποια στιγμή μουρμούρισα στον εαυτό μου αναστενάζοντας: «Αχ!.....πόσα παιδάκια κάποτε είχε η πλατεία...!!!!

Η συζήτηση δίπλα μου είχε θεριέψει για τα καλά. Έλεγε ο ένας, έλεγε ο άλλος και γινόταν της κακομοίρας.

«Ρε Νάάάςς, πες μας κι εσύ την γνώμη σου!», μου είπε σε κάποια στιγμή ο Τάκης και με σκούντηξε ελαφρά στον ώμο.

«Άσε με ρε Τάκη, αφού ξέρεις, δεν γουστάρω τις πολιτικές συζητήσεις», του είπα χωρίς ν' ανοίξω καθόλου τα μάτια.

«Δεν μιλάμε για πολιτικά», πετάχτηκε ο Αγησίλαος, «για άλλο πράγμα μιλάμε και θέλουμε την γνώμη σου».                .

«Έλα ρε Νάάςς», μου είπε ο Γιάννης, «μόνο εσύ μπορείς να μας διαφωτίσεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που είσαι ....εξ Αθηνών».

Ανακάθισα στην καρέκλα μου, ήπια μια γουλιά από τον φραπέ « Τι θέλετε, που δεν αφήνετε ούτε θεό ούτε άνθρωπο να ησυχάσει με τις φωνές σας!», είπα και τους κοίταξα δήθεν άγρια.

«Άκου», μου λέει ο Τάκης, «τι διάβασα εδώ στο περιοδικό».

«Τι διάβασες ρε Τάκη;», τον ρώτησα.

«Εδώ λέει ότι: «ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΙΟΛΑΣ»

Κατάλαβες; Αυτό λοιπόν, θέλουμε να μας το αναλύσεις, να μας το εξηγήσεις δηλαδή, γιατί . εμάς μας έχει μπερδέψει και δεν ξέρουμε πως να το ερμηνεύσουμε ενώ εσύ ο .....Εξ Αθηνών».

« Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι ότι η εξυπνάδα, είναι καθαρά και μόνο Μαρτιναίϊκο προσόν. Τώρα το ότι η πονηράδα, τις περισσότερες φορές νικάει την εξυπνάδα, αυτό είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να το εξηγήσει ούτε η επιστήμη, ούτε η παραψυχολογία. Το λέω λίγο απότομα, αλλά δεν πειράζει.

Η όραση του ανθρώπου (Μαρτιναίου) σπάνια αντιλαμβάνεται όπως βλέπει, συνήθως βλέπει όπως αντιλαμβάνεται!

Για τους άλλους ...θέλουμε να κοιτάζουν τα χάλια τους... την ιστορία τους ....που τα γιαούρτια του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κρατούν πιο πολύ από την Ιστορία τους ... και ο πολιτισμός τους είναι τα βρακιά της γριάς από τη Φούσια ... μας κάνουν πόλεμο ....

Ως εδώ όλα καλά. Ας πάμε τώρα και στα πιο δύσκολα,

Όλοι κοιτάμε την ανεύθυνη παρέμβαση στην βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο παλιό χωριό Βουμελιταία

Αλλά δεν την βλέπουμε.

Όλοι κοιτάμε με αδιαφορία το παλιό Δημοτικό Σχολειό του χωριού που έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο αποτελώντας αξιόλογο αντιπροσωπευτικό δείγμα σχολικής αρχιτεκτονικής του 20ου αι.

Αλλά δεν την βλέπουμε.

Όλοι κοιτάμε ότι στην εκκλησία στο νεκροταφείο η εικόνα της κεντρικής πύλης (Από το1908 έχει αγιογραφηθεί στο Άγιο Όρος )έχει αντικατασταθεί.

Αλλά δεν την βλέπουμε.

Εγώ απλά λέω και όποιος νομίζει ότι έχω άδικο, τότε μπορούμε να το συζητήσουμε πιο αναλυτικά».

Όλοι τους με κοιτούσαν με σοβαρό ύφος και απ' ό,τι καταλάβαινα τα λόγια μου τους είχαν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.

«Καμιά απορία; Καμιά διαφωνία;», ρώτησα και τους κοίταξα έναν - έναν στα μάτια. Κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά.

«Ωραία λοιπόν, τέρμα το μάθημα για σήμερα. Μπορούμε να παραγγείλουμε τα τσιπουράκια μας για ν' ανεβεί και λίγο το επίπεδο», τους είπα και απλώνοντας τα πόδια μου μπροστά, βάλθηκα να κοιτάζω τον κόσμο που έκανε την βόλτα.

 

 

Α.Κ. ΚΟΥΡΟΣ

Θ.Γ. ΚΑΡΑΜΕΡΗΣ

Γ.Δ. ΔΗΜΑΚΗΣ

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.