Γράφει για τους αναγνώστες του «Αίαντα» ο Β.Κ. Δημάκης
mikkel metal
close selections
[Echocord]
O mikkel metal
ανήκει στην μερίδα των “άγνωστων καλλιτεχνών” για τους οποίους χαίρεσαι να τους
ανακαλύπτεις. Μέχρι και το 2005, ο Mikkel Meldgaard είχε μία σειρά από αξιόλογα ep’s τα οποία κυκλοφορούσε κατά καιρούς σε διάφορες
εταιρίες. Γνωστές και μη. Φέτος είναι η χρονιά που αποφάσισε να τα συγκεντρώσει
μαζί με μια σειρά νέων ηχογραφήσεων στο close selections.
O mikkel
ασχολείται με την μουσική εδώ και περίπου δέκα χρόνια. Στην αρχή κυρίως με
θορυβώδεις rock μπάντες και σταδιακά με την ηλεκτρονική μουσική. Μερικά από τα κομμάτια του
αλλά και ακυκλοφόρητα τα μοιράζεται στο επίσημο site του.
Η μουσική του καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της electronica πετυχαίνοντας
έναν άριστο συνδυασμό από ambient, deep house, techno, dub όλα κάτω από μια απέραντη συναισθηματική ένταση.
Το close selections μοιάζει να γονιμοποιήθηκε από τα σπέρματα των πιο επιδραστικών μουσικών
τάσεων των προηγούμενων δεκαετιών.
Παρά το διαφορετικό
χρονικό εύρος των κομματιών που βρίσκονται στο άλμπουμ, το αποτέλεσμα είναι
ιδιαίτερα ομοιόμορφο. Δείχνει ίσως και την συμπαγή καλλιτεχνική ταυτότητα του mikkel και το πόσο καλά
επιλέγει τι τον εκφράζει.
Μινιμαλιστικός στο
μέγιστο, υπνωτικός, υπόκωφος σχεδόν βουβός σε ναρκώνει με τις θαμπές του ανάσες
καταπίνοντας οποιεσδήποτε νευρικές αντιδράσεις. Περισσότερο στατικός παρά εν
κινήσει, σε παρασέρνει νωχελικά στον λιτό ηλεκτρονικό του μικρόκοσμο μυώντας,
σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους της ομοταξίας του.
PLAT
COMPULSION
Unschooled Records
Είναι απορίας άξιο πώς
από ένα τόσο αραιοκατοικημένο νησί σαν την Ισλανδία ξεφυτρώνουν τόσα ταλέντα.
Ενώ στη χώρα μας (όπου γεννήθηκε ο πολιτισμός βέβαια μην το ξεχνάμε!) κυριαρχεί
η αυτοκρατορία της σκυλοπόπ, εκεί ονόματα όπως Mum, Sigur Ros, Gus Gus κι ακόμη…Bjork κ.α. καιρό τώρα έχουν διαμορφώσει την ισλανδική
σκηνή επηρεάζοντας και άλλους καλλιτέχνες εκτός των χωρικών υδάτων τους.
Σε αυτό τον κατάλογο
έρχεται να προστεθεί ένα νέο όνομα με το καινούργιο τους άλμπουμ compulsion στην άγνωστη
μέχρι στιγμής Unschooled Records. Πίσω από τους
plat
κρύβονται οι δύο Ισλανδοί, ο Arnar Helgi και ο Vilhjalumur Palsson, οι οποίοι μέχρι
την στιγμή που αποφάσισαν να αναμείξουν τις ιδέες κάτω από το συγκεκριμένο
σχήμα έπαιζαν σε άλλες μπάντες, ντραμς και μπάσο/κιθάρα αντίστοιχα,
περιοδεύοντας εντός και εκτός συνόρων. Το πώς έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στην electronica άγνωστο, αλλά
φαντάζομαι θα υπάρχει κάποια λογική ή άλλου είδους εξήγηση.
Το compulsion είναι
αφηρημένες ηλεκτρονικές συνθέσεις πάνω στις οποίες μελαγχολικές μελωδίες,
ζωντανά ηχογραφημένα ντραμς και κιθάρες ολοκληρώνουν το αμφιθυμικό τους
χαρακτήρα. Οι Arnar και Villi δεν αποτάχθηκαν εντελώς το μουσικό τους παρελθόν αλλά το ενσωμάτωσαν με
τις νέες τεχνικές που η τεχνολογία τους δίνει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν.
«Προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τον υπολογιστή σαν οποιοδήποτε μουσικό όργανο, ο
τρόπος που αντιδρά είναι κατάλληλος έτσι ώστε να φυλακίσουμε την λάθος κίνηση
στο σωστό σημείο. Το να αιχμαλωτίσουμε την στιγμή είναι πολύ σημαντικό για την
φιλοσοφία μας, οι plat είναι το αποτέλεσμα
πλήθους ευτυχών ατυχημάτων και προσεκτικά σχεδιασμένου χάους», εξηγεί ο Arnar. Αυτός ο παράδοξος
τρόπος που δουλεύουν είναι που γοητεύει τελικά σε αυτούς τους δύο και τους
κάνει τόσο «ευανάγνωστους».
Σαν ιδέα ίσως να μην
είναι και τόσο πρωτότυπη, αλλά είναι η ποιότητα των συνθέσεων που τους καθιστά
τόσο ιδιαίτερους. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι με τίτλο Paling δεν πιστεύεις στα αυτιά σου. Όλοι αυτοί οι
συγκεχυμένοι θόρυβοι που θυμίζουν παραμορφωμένους ήχους παγόβουνων να
καταρρέουν, ή δυνατούς άνεμους να ουρλιάζουν έξω από το παράθυρο, υπό άλλες
συνθήκες θα ακούγονταν επιβλητικοί. Εδώ απλά συνοδεύουν ταπεινά τα ακόρντα του Villi, τα οποία προκαλούν ανατριχίλα και…αναστεναγμούς.
Στο ίδιο σαγηνευτικό ύφος
και το Flokt
που με τις σιωπές του σε στέλνει ακόμη βαθύτερα, ζώντας την κατανυκτική αίσθηση
της απομόνωσης. Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί, καλώς η κακώς, σπάει από τις
κάπως fuzzy
κιθαριστικές μελωδίες και τα χιπ χοπ riffs του Aftur. To Trainers αμέσως μετά,
είναι το πιο abstract μέχρι εκείνη την ώρα κομμάτι κι έχει ψήγματα από τζαζ.
Το Astand είναι λίγο
ταξιδιάρικο και αυτό εξαιτίας των παρατεταμένων synths που ακούγονται, ενώ το Plat θυμίζει κάτι από μεσαιωνική μουσική. Ξεπερνώντας
το Kverkatek,
το οποίο είναι το λιγότερο αγαπητό, φτάνουμε στο Hverfandi για το οποίο «κόβω φλέβες» και όχι αδικαιολόγητα
μιας και είναι από τα πιο τραγικά κομμάτια που έχω ακούσει τελευταία. Το Hverfandi πετσοκόβεται από
θλιμμένους ήχους ενώ η θολούρα των αφηρημένων ήχων που έχω προαναφέρει έρχεται
σε σύγκρουση με τον γδούπο που προκαλεί η μπότα.
Ευτυχώς που το επόμενο
είναι πιο παιχνιδιάρικο και αλαφρώνει κάπως την θέση μας, γιατί δεν θα αντέχαμε να μπει ο επίλογος με το Aratte. Ένα σχεδόν 8λεπτο
κομμάτι το οποίο είναι πιο πειραματικό και αποστειρωμένο από το Trainers, χωρίς να αφήνει
όμως κακές εντυπώσεις.
Μπορεί η άνοιξη να είναι
παρούσα με «καταστροφικές» συνέπειες για την ψυχολογία σας και άλμπουμ σαν αυτό
να είναι αρκετά βαριά για τις διαθέσεις σας. Αν κάποιος όμως από εσάς έχει έστω
και την παραμικρή διάθεση για last time cocooning το compulsion αποτελεί την καλύτερη συντροφιά.
Olvis
The Blue Sound
Resonant
Φαίνεται πως ούτε οι
ίδιοι οι Ισλανδοί μπορούν να συνηθίσουν το ψυχρό τους κλίμα. Με τη βοήθεια ήχων
που αγκαλιάζουν συναισθήματα προσπαθούν απεγνωσμένα να «σπάσουν τον πάγο» που
τους περιβάλλει. Οι Αpparat και Sigur Ros δεν αρκούνται μόνο στις δικές τους κυκλοφορίες,
αλλά επηρεάζουν και άλλους. Aποτέλεσμα η ευχάριστη έκπληξη του Olvis με το ‘The Blue Sound’.
Με αφετηρία το περσινό
του ντεμπούτο, στο σύντομο αυτό διάστημα άρχισε να ωριμάζει κι έμαθε να παράγει
εικόνες που θα ζήλευε ακόμη και ο πιο ρομαντικός του είδους. Κάτι μεταξύ folk electronica [αν υφίσταται
ο όρος],ενορχηστρωμένης ambient και κινηματογραφικής μουσικής, ανάλογης του
υπερβατικού της θέματος.
Τραγουδώντας στα
ισλανδικά πάνω από μελωδίες που θα μπορούσαν να του έχουν ψιθυρίσει ξωτικά, ο Orlygur Thor Orlygsson συνθέτει μια
ονειρική ατμόσφαιρα και το περιβάλλον που θα αποτελέσει το κουκούλι μέσα στο
οποίο θα τρέφεται η μουσική σας αδηφαγία για μεγάλο διάστημα. Κάποια από τα
κομμάτια του κινούνται μέσα στην μετριότητα, αλλά υπάρχουν στιγμές όπου ο ήχος
του “The Blue Sound”
σε απογειώνει κανονικά.