Εδώ και ένα μήνα ο νεαρός
δάσκαλός τους προσπαθούσε, με μεγάλο ζήλο, να τις μυήσει στη μαγεία της
λογοτεχνίας.
Τους είχε ζητήσει να
γράψουν κάτι από τις παραδόσεις του τόπου τους, τους μύθους και τα παραμύθια
των γιαγιάδων τους.
Εκείνη παραμύθια δεν είχε
ακούσει από γιαγιάδες, τη μία δεν την πρόλαβε και η άλλη ζούσε στο χωριό μακριά
της.
Η μάνα της δεν ήταν παραμυθού και ο πατέρας της, ας είναι ελαφρύ το χώμα τους, αγαπούσε να της ιστορεί γι’ αγώνες και ήρωες για Καραϊσκάκη, για Ανδρούτσο για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τη Σμύρνη και την Αλβανία. Στη παιδική της ψυχή όλοι αυτοί, Τρώες, Πέρσες, Σουλιώτες, Βυζαντινοί, εκτός από τους Τούρκους βέβαια, είχαν γίνει δικοί της άνθρωποι, κοντινοί όσο οι παππούδες και οι γιαγιάδες της. Σαν μεγάλωσε και οι Τούρκοι έγιναν δικοί της. Και σαν έγινε μάνα το ίδιο πονούσε την Ελληνίδα και την Τουρκάλα μάνα, την Παλαιστίνια και την Ισραηλίτισσα, την Ιρακινή και την Αμερικάνα. Αχ Ζάβαλη Μάϊκο! (Καϋμένη Μάνα! «Από τη ζωή εν Τάφω», Μυριβίλη).
Πήρε χαρτί και μολύβι.
Δύσκολο πράγμα η τέχνη του λόγου. Ακόμα, δυσκολότερο ο Λόγος, μονολόγησε. Χαμογέλασε… Τώρα τελευταία είχε αποκτήσει τη συνήθεια να λέει μεγαλοφώνως τις σκέψεις της. Άσε που άνοιγε και διάλογο με το ραδιόφωνο. Την τηλεόραση την είχε εξορίσει από το σπίτι της οριστικά και αμετάκλητα. Ένιωθε την ανάγκη ν’ απαντά στα τρελά και παράλογα που άκουγε πολλές φορές, για να κρατά την ισορροπία της.
Πήρε λοιπόν το μολύβι, άνοιξε το ραδιόφωνο ν’ ακούει σιγανή – σιγανή μουσική και περίμενε να της έρθει καμιά φαεινή ιδέα να γράψει, όχι για να δείξει βέβαια το ανύπαρκτο λογοτεχνικό ταλέντο της, αλλά για να ικανοποιήσει το δάσκαλό τους που τόσο κόπο έκανε. Διακόσια χιλιόμετρα για το μάθημα. Τον έβλεπε και θυμόταν το γιο της, που και αυτός στο ξεκίνημα της βιοπάλης του έτρεχε στα βουνά και στα λαγκάδια της σεισμόπληκτης Κοζάνης…
Μα τι έλεγε ο Κωστάλας στο «Δεύτερο»; Αφή της Ολυμπιακής φλόγας; Με συγκίνηση θυμήθηκε τους Ολυμπιακούς της Αυστραλίας πριν μισό αιώνα και βάλε… Τότε η χορωδία του γυμνασίου της, Γ΄Θηλέων Κουκακίου, είχε ηχογραφήσει τον Ολυμπιακό ύμνο που θα ακουγόταν στο στάδιο της Μελβούρνης.
-Αρχαίο πνεύμα αθάνατο αγνέ πατέρα, του ωραίου του Μεγάλου και τ’ Αληθινού…
Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τότε μετά τη θύελλα του πολέμου όλοι πίστευαν ότι θα έλαμπαν ξανά τα Ωραία, τα Μεγάλα και τα Αληθινά.
Μα τώρα; Δυνάμωσε την ένταση ν’ ακούσει τους λόγους. Δεν ήξερε τι θ’ ακούσει; Ήξερε!
Ήθελε όμως να βεβαιωθεί ότι δεν αδικούσε κανέναν απ’ αυτούς που ονόμαζε υποκριτές, δόλιους, ανάξιους και καταστροφείς των ανθρωπίνων αξιών και του Ολυμπιακού πνεύματος.
Τι για ειρήνη άκουσε, τι για ανθρώπινες αξίες, τι για ιδεώδη, τι για ευγενείς αγώνες…
Άθλιοι υποκριτές!!!
Θα τρίζουν τα κόκαλα των αρχαίων ημών προγόνων και των νεωτέρων εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών. Των Γιουγκοσλάβων, των Αφγανών, των Ιρακινών, των Αμερικανών, των Παλαιστινίων, των Ισραηλινών. Όλους αυτούς για ποια ιδεώδη τους θυσιάσατε;
Στην Κίνα θ’ ανάψει η Ολυμπιακή φλόγα. Μάλιστα!
Θα φωτίσει άραγε τους Κινέζους να στοχεύουν καλύτερα τους Θιβετιανούς;
Έκλεισε οργισμένη το ράδιο και άρχισε κατά τη συνήθειά της ν’ απαντά. Στον κύριο πρόεδρο των Ολυμπιακών αγώνων, στον τάδε και στον δείνα, δεν άφησε ούτε τον δικό τους πρόεδρο. Καλά αυτοί όλοι, αλλά και αυτός Έλληνας άνθρωπος να μιλά γι’ αναβίωση Ολυμπιακών αγώνων…
Ποιους Ολυμπιακούς αναβιώσανε;
Το πανηγύρι που χορηγούν οι πολυεθνικές που χορηγούν και τα «γεράκια» για να στήνουν τους πολέμους; Αγώνες οι μεν, αγώνες και οι δε. Όλοι ιεροί αρκεί να φέρνουν χρήμα.
Τότε οι Ολυμπιονίκες γύμναζαν το σώμα τους και το πνεύμα τους για να γίνουν σωστοί πολίτες. Το σώμα τους σε απλά γυμναστήρια του χωριού ή της πόλης τους και το πνεύμα τους με το ιδεώδες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, με το λιτόν και αυστηρόν της Σπάρτης. Αγωνίζονταν τον αγώνα τον καλόν για ένα στεφάνι αγριελιάς.
Τώρα οι Ολυμπιονίκες «κατασκευάζονται στα χημικά εργαστήρια κατά τα πρότυπα του «Ρόμποκοπ». Όσο για το πνεύμα τους, αν υπάρχει, είναι γεμάτο από χρυσό, ή στεφάνι είναι αυτό, ή θέση στο Δημόσιο ή χρυσά γαλόνια στο στρατό ή καμιά «χρυσή» θέση στο Δήμο ή στη Βουλή.
Έκλεισε το ράδιο με αισθήματα οργής και λύπης.
Για να συνεχίζει να ελπίζει σε ένα καλύτερο κόσμο και σε μια Ελλάδα με συνέχεια πήρε να διαβάσει Ελύτη. Είχαν κάνει στο «μάθημα» Ελύτη. «Άξιον εστί» και «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
…Κείνοι που έπραξαν το κακό
- τους πήρε μαύρο σύννεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους
μ’ έλατα και με κρύα νερά
Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά,
Βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ
και απ’ οργισμένον άνεμο
Στο καραούλι
δέκα οκτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια
Κείνοι που έπραξαν το κακό –
τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ’ αντίκρυσε
στους δρόμους τ’ ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός
και ολόλαμπρος!
Γένατο, γένοιτο, μονολόγησε
ξανά….
Ζαφείρα Στεφάνου