Γράφει ο Θανάσης Χατζηιωαννίδης , Φιλόλογος
Πόλη της Φωκίδας, περίφημη για το μαντείο της, το οποίο ξεπέρασε σε φήμη και πλούτο όλα τα άλλα μαντεία. Το μαντείο των Δελφών άσκησε τεράστια επίδραση και στον Ελλαδικό χώρο και στον ευρύτερο μεσογειακό . Κατά την επιχώρια παράδοση ο τόπος όπου ιδρύθηκε το μαντείο ανακαλύφθηκε από αίγες. Οι αίγες κάθε φορά που πλησίαζαν το χάσμα - όπου αργότερα τοποθετήθηκε ο τρίποδας - κυριεύονταν από σπασμούς και βέλαζαν περίεργα. Ο βοσκός που κάποτε πλησίασε το χάσμα, λέγεται ότι κάτω από την επίδραση των αναθυμιάσεων και των ατμών του κενού, άκουσε φωνές ενθουσιώδεις και ακατάληπτες και προέλεγε πράγματα που αργότερα επαληθεύτηκαν.
Η πιο παλιά γραπτή παράδοση είναι ο Ομηρικός ύμνος εις Απόλλωνα, που υποτίθεται ότι γράφτηκε τον 7° π. Χ. αιώνα. Ο ύμνος κάνει λόγο για έδαφος έρημο, πετρώδες και άγονο. Μέσα στο άγονο τούτο χώρο υπήρχε πηγή που ανάβλυζε νερό και δίπλα στην πηγή μια τεράστια δράκαινα που προξενούσε τεράστιες ζημιές σε ανθρώπους και ποίμνια. Η πηγή προφανώς είναι η Κασταλία πηγή και η χαράδρα είναι αυτή που χωρίζει τις λεγόμενες Φαιδρυάδες πέτρες.
Ο Απόλλων, κατά τον ύμνο, κατόπτευσε την δράκαινα και την ετόξευσε. Το πτώμα της δράκαινας αποσυντέθηκε και σάπισε. Έτσι από τον τύπο πύθεσθαι (=σήπεσθαι), ονομάσθηκε ο τόπος πυθών - ονος, ο δράκοντας Πύθων, ο Απόλλων πύθιος και η γυναίκα - προφήτις Πυθία.
Πάνω στο χάσμα, κάτω από το οποίο έρρεε άλλη πηγή, ιδρύθηκε ο ναός του Απόλλωνος. Έτσι άρχισε και η λειτουργία του μαντείου. Παράλληλα με τον Απόλλωνα, σε μεταγενέστερους χρόνους, λατρεύτηκε στους Δελφούς και ο θεός Διόνυσος, η λατρεία του δε, έφερε τους πιστούς του θεού σε έκσταση και μανία. Έτσι σημειώθηκε ριζική αλλαγή στο μαντείο. Τους χρησμούς πλέον τους έδινε γυναίκα, η Πυθία λεγομένη, η οποία περιήρχετο σε έκσταση και έλεγε ρήματα ακατάληπτα. Η έκσταση αποδιδόταν στις αναθυμιάσεις του χάσματος και στα φύλλα δάφνης - κατά την παράδοση - που μασούσε η Πυθία. Στους νεότερους όμως χρόνους μέσα στο ναό δεν βρέθηκε χάσμα, ούτε και αναθυμιάσεις. Τα πετρώματα είναι σχιστολιθικά και επομένως αποκλείεται να χάθηκε το κενό λόγω σεισμών και κατολισθήσεων.
Στην αρχή υπήρχε μόνο μια Πυθία και μια φορά το χρόνο, στην αρχή του δελφικού μήνα Βυσίου (Φεβρουαρίου) κάθονταν στον τρίποδα η Πυθία κι έδιδε χρησμούς. Αργότερα το μαντείο των Δελφών απέκτησε μεγάλη φήμη και στο μαντείο κατέφθαναν πολυάριθμοι προσκυνητές για να ζητήσουν χρησμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί και δεύτερη και τρίτη Πυθία. Τώρα οι χρησμοί δινόντουσαν άπαξ του μηνός, εκτός από τους τρεις χειμερινούς μήνες. Το μαντείο λοιπόν απέκτησε μεγάλη φήμη και απλοί αλλά και ηγεμόνες, Έλληνες και ξένοι, ζητούσαν τη γνώμη της Πυθίας σε καθημερινά και μη προβλήματα, που τους απασχολούσαν. Από τα αναθήματα - αφιερώματα, εισέρευσε πλούτος πολύς στο μαντείο. Η κάθε πόλη είχε το δικό της θησαυρό, όπου εναπέθετε τις δωρεές της. Οι χρησμοί της Πυθίας ήταν άτεχνα και ακατανόητα ψελίσματα. Αν όμως της Πυθίας οι κραυγές ήταν άναρθρες και γριφώδεις, οι ιερείς του μαντείου - που λέγονταν προφήται, ήταν άνθρωποι πολύπειροι και καλά ενημερωμένοι. Ο χρησμός λοιπόν ήταν έργο δικό τους. Συμπέρασμα: το μαντείον των Δελφών με τα σημερινά δεδομένα - ήταν ένα διεθνές - για την εποχή - πρακτορείο ειδήσεων, με ανταποκριτές - πληροφοριοδότες στα κυριότερα ελλαδικά και μεσογειακά κέντρα. Οι χρησμοί, ως γνωστό, δεν ήταν σαφείς και ξεκάθαροι. Οι ιερείς - προφήτες, από τη μια εκμεταλλεύονταν την αφέλεια και την άγνοια των πιστών και από την άλλη προσβλέποντας στις μεγάλες δωρεές των ξένων ηγεμόνων, έδιναν ανάλογους χρησμούς. Έτσι - δυστυχώς - το μαντείο, είτε από πληροφορίες που είχε περί της υπερδύναμης των Περσών, είτε από επαφές που είχε με τους επικείμενους ξένους κατακτητές εμήδισε την περίοδο των Περσικών πολέμων. Στους Αθηναίους ειπώθηκε πως μόνο τα ξύλινα τείχη θα σώσουν την Αθήνα και στους Αργείους και τους Κρήτες συνέστησε ουδετερότητα. Ευτυχώς η μεγαλοφυία του Θεμιστοκλή έδωσε την πρέπουσα ερμηνεία στο χρησμό. Ξύλινα τείχη ήταν τα πλοία. Με αυτό, οι Έλληνες και δη οι Αθηναίοι κατατρόπωσαν - κατά θάλασσα - τους Πέρσες και ανέκοψαν την ορμή και τις προθέσεις των Ασιατών.