-
Κατηγορία: Φύλλο 25
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο μεγάλος των Ελληνικών Γραμμάτων, γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Αυτό το ζωντανό νησί, όπου γεννήθηκε και έζησε τα μισά χρόνια της ζωής του, το αγάπησε, το έκανε κόσμο του που τον είχε κοντά του όπου κι αν πήγε. Έμεινε ως το τέλος του το παιδί της μάνας του της Σκιάθου. Γόνος κληρικών και ναυτικών είχε τις ρίζες βαθιά τόσο στη γη της ευσέβειας όσο και της θάλασσας. Στη Σκιάθο τελείωσε το Δημοτικό και μία τάξη του Ελληνικού. Συνέχισε εν μέσω μεγάλης ανέχειας στη Χαλκίδα, στον Πειραιά και τέλος στο Βαρβάκειο στην Αθήνα, όπου το 1874 γράφεται στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν πήρε ποτέ το δίπλωμά του. Η φτώχεια της πολυμελούς οικογένειάς του, το φιλότιμό του να μην εκμεταλλευτεί για λογαριασμό του τους λιγοστούς πόρους της και κυρίως η άρνησή του να ενταχθεί στο πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο του στέρησαν σπουδές στο Πανεπιστήμιο. Δεν έπαψε όμως στιγμή ν’ ακολουθεί το σκοπό του, της μόρφωσης και της τέχνης.
Κλείνεται στο φτωχικό του δωμάτιο, στερείται των πάντων αλλά μελετά Έλληνες κλασικούς, Αρχαία, Μεσαιωνική και σύγχρονη Λογοτεχνία, Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια. Μαθαίνει Γαλλικά, Αγγλικά και Ιταλικά. Γνώσεις που τον βοήθησαν να κερδίζει, ως μεταφραστής και συνεργάτης εφημερίδων κυρίως της “Ακρόπολις’’ του Γαβριηλίδη από το 1892, στοιχειωδώς τη ζωή του. Κι όταν μιλάμε για τη ζωή του Α.Π. πρέπει να ξέρουμε ότι ήταν ένας Άνθρωπος λιτότατος, σεμνότατος, ευσεβέστατος, αξιοπρεπέστατος, έτσι όπως θα έπρεπε να είναι η ζωή των πνευματικών ανθρώπων. Ο Α.Π. αντί να καταναλώνεται σε κοσμική ζωή, σε προβολή του έργου του και σε δημόσιες σχέσεις, χαράκωσε ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό του μη επιτρέποντας παρά σε ελάχιστους εκλεκτούς να του περνούν.
Εκεί κλεισμένος άπλωσε την ψυχή του που όχι μόνο ξεπέρασε τα όρια του κύκλου του αλλά άπλωσε και κάλυψε όλη την Ελλάδα τη γη της Σκιάθου, τη γη όλων των αδικημένων και των καταφρονεμένων.
Αυτή την απομόνωση του Α.Π. την χαρακτήρισαν σαν αδιαφορία για το κοινωνικό - πολιτικό - πνευματικό “γίγνεσθαι’’. Επικρίθηκε για τη γλώσσα, για μονότονη ηθογραφία, για περιορισμένο ορίζοντα, παραβλέποντας ότι το έργο του δονείται από βαθύ ανθρωπισμό. Παραβλέποντας πόση ηθική δύναμη, θάρρος και εσωτερικό μεγαλείο απαιτεί μια τόσο απόλυτη συνέπεια. Ο Α.Π. δεν είναι ο άνθρωπος των κραυγών και των εντυπώσεων. Είναι αυτός που με την πέννα του θ’ αγγίζει τις πληγές του φτωχού και του καταφρονεμένου, του αδικημένου, του ξενιτεμένου, του ξωμάχου.
Ζώντας κοντά στους απλούς ανθρώπους συνέλαβε την ουσία της ανθρώπινης αγωνίας και την έδωσε απλά, ζωντανά, σ’ όλο το έργο του.
Τον πόνο και τις χαρές των ηρώων του τα μοιράστηκε, αλλά και τα μοίρασε σ’ όλους τους αναγνώστες του. Έγραφε “από καρδιάς’’ και ποτέ κατά παραγγελία. Αρνήθηκε τον κοινωνικό καταναγκασμό, τη συμβατικότητα, έμεινε μακριά από κάθε αφομοίωση, γι’ αυτό και το κατεστημένο της εποχής του τον κατεδίκασε σ’ απίθανη ανέχεια.
Το 1908 άρρωστος, πάμφτωχος, με την βοήθεια φίλων του γύρισε στο νησί του για να πεθάνει.
Κι η Πολιτεία, (ποια Πολιτεία; Αυτός ο συρφετός των Γραικύλων που αυτοπροσδιορίζονται από τότε ως σήμερα Πολιτεία;) η Πολιτεία αυτή παραμονή του θανάτου του, απένειμε το “Σταυρό του Σωτήρος’’.
“ΑΙΔΩΣ ΑΡΓΕΙΟΙ’’!!!
Το έργο του Α.Π., διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, άρθρα σ’ εφημερίδες, ρέει εκατόν πενήντα χρόνια τώρα γάργαρο νεράκι από τις πηγές του Ελληνισμού, δηλαδή του Ανθρωπισμού.
Πρόλογος στο παρακάτω κείμενου του Α. Π. στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΗ’’.
Αυτά που θα διαβάσετε στο κείμενο που ακολουθεί, Συνέλληνές μου, δεν τα γράφει κανένας “αντεξουσιαστής’’, “αναρχικός’’, κανένας τρομοκράτης, όπως συνηθίζουν να ονομάζουν σήμερα όποιον κρίνει τα κακώς κείμενα.
Τα γράφει ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, ο αγνός άνθρωπος, ο σεμνός, ο καθαρός, ο ωραίος Έλληνας.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
Ας τα μελετήσουμε, ας τα συγκρίνουμε με τα σημερινά, να προβληματιστούμε και ας θυμούνε το “ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ’’. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 115 χρόνια πριν...)
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ’ εξεθέωναν οι προεστοί και οι «γυφτοχαρατζήδες» τώρα σε «αθεώνουν» οι βουλευταί κι οι δήμαρχοι.
Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ’ τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελαν παρουσιάσουν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν.
Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, αυτού...
Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον τον κόθορνον.
Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος και η πρόληψις της χρεοκοπίας.