-
Κατηγορία: Φύλλο 25
Παναγιώτου Βασίλειος, του Δημητρίου και της Ευδοκίας, από το Ακραίφνιο, αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα.
Νάκιας ήταν το ψευδώνυμο και έτσι τον πρόφεραν οι περισσότεροι. Ήταν νέος, ψηλός και όμορφος, ήταν πρώτος στο σημάδι, τρύπαγε τα κέρματα που του έριχναν στον αέρα με το πιστόλι.
Ο Νάκιας ήταν αριστερός, στο Ακραίφνιο δεν μπορούσε να ζήσει, γιατί οι φασίστες του έκαψαν τρείς φορές το σπίτι, κακοποίησαν την μάνα του και την αδερφή του.
Τα αδέρφια του Χρήστος, Γιάννης και Αριστείδης διώχθηκαν και φυλακίσθηκαν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Μετά απ’ όλα αυτά ο Νάκιας βγήκε στο «κλαρί», έγινε ληστής και λήστευε τους φασίστες Ιταλούς, Γερμανούς και ντόπιους συνεργάτες τους.
Το πιο συνηθισμένο καρτέρι ήταν κάπου στο δρόμο προς την Χαλκίδα, το γνωστό «ρέμα του Νάκια» πιθανόν στη Ριτσώνα απ’ όπου περνούσαν εφοδιοπομπές των Ιταλών φασιστών και ντόπιων δοσίλογων.
Εκεί ο Νάκιας έπαιρνε την εκδίκησή του για τα όσα κακά είχαν κάνει σ’ αυτόν και την οικογένειά του. Όσους σημάδευε ο Νάκιας κανείς δεν έβγαινε ζωντανός. Το ρέμα του Νάκια γέμισε από κουφάρια. Για το σημάδι του είχε γίνει θρύλος σε όλη την περιοχή μας. Στο Μαρτίνο είχε πολλούς φίλους.
Μια μέρα ευρισκόμενος στον Αλίαρτο και παρακολουθώντας μια Ιταλική φάλαγγα, παρατήρησε ότι άφησαν ένα ταχυδρομικό περιστέρι, αυτό πήρε ύψος και έκοψε πορεία, ο Νάκιας το περίμενε μόλις πέρασε από πάνω του, σηκώνει το όπλο και το κατεβάζει, παίρνει το σημείωμα που είχε δεμένο στο πόδι του και το βάζει στην τσέπη του. Αργότερα που το έδωσε και το μεταφράσανε διαπίστωσε ότι ήταν μήνυμα για να κάψουν κάποιο χωριό.
Ο Νάκιας σκότωσε το σύμβολο της ειρήνης, μα στο πόδι του έφερνε μήνυμα θανάτου.
Ο Νάκιας γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των φασιστών, καταζητείται αλλά δεν μπορούν να τον στριμώξουν, χτυπάει και γλιστράει σαν αίλουρος από τα μπλόκα που του στήνουν.
Όσοι αντιμετώπισαν τον Νάκια πρόσωπο με πρόσωπο, δεν πρόλαβαν να τραβήξουν πιστόλι και πέθαναν.
Πολλές φορές έμεινε χωρίς ψωμί και χωρίς νερό και κάποτε αρρωσταίνει, χάνει την δύναμή του παρ’ όλο που είναι ακόμη νέος και αποτραβιέται σε μια απρόσιτη σπηλιά στο Καταμουλά της Λιβαδειάς.
Εκεί στην σπηλιά ένας βοσκός του πάει γάλα και εκεί που πάει να αναρρώσει, ένας άλλος βοσκός τον πρόδωσε στους φασίστες, οι οποίοι ενώ τον δολοφόνησαν όταν ήταν ξαπλωμένος μέσα στη σπηλιά, τον έδεσαν πίσω από ένα παλιό αμάξι και τον έσερναν στους δρόμους όπου και διαμελίσθηκε.
Ο σταυραετός της περιοχής μας έπαυσε πια να ακούγεται για τα κατορθώματά του, αλλά το όνομά του έγινε θρύλος σε όλη την Ανατολική Βοιωτία και Λοκρίδα.
Αφήγηση: Μαρία Βασιλείου, Ακραίφνιο
Έρευνα: Νίκος Αθ. Μπάτσος, Μαρτίνο
Γράφει ο Νίκος Αθ. Μπάτσος, Ιστορικός Ερευνητής