-
Κατηγορία: Φύλλο 25
Η Ελληνική Μυθολογία είναι ένα από τα πιο αξιόλογα και αντιπροσωπευτικά δείγματα του λαμπρού πολιτισμού που δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Περιέχει την δική τους εξήγηση και διήγηση για την δημιουργία του Κόσμου και του ανθρώπινου γένους, καθώς και την παραπέρα εξέλιξη και πορεία των Ελλήνων μέσα στους αιώνες που κύλησαν.
Αρχίζει με τον τρόπο που ξεπήδησαν η Γη και ο Ουρανός μέσα από το Χάος, ακολουθεί η γέννηση των πρώτων Θεών που θα πλάσουν τους πρώτους θνητούς, τους οποίους και θα τους καταστρέψουν, στέλνοντας ένα τρομακτικό κατακλυσμό, που έπνιξε κάθε ίχνος ζωής πάνω στην Γη. Οι Θεοί ξανάρχισαν λίγο αργότερα το έργο τους, πλάθοντας μια νέα γενιά ανθρώπων με τους οποίους έκαναν κοινούς απογόνους και έτσι ανέτειλε η εποχή των Ημιθέων και Ηρώων, που μέχρι σήμερα θέλγουν και γοητεύουν το ανθρώπινο μυαλό με τις περιπέτειές τους.
Ολόκληρη την προφορική παράδοση της Ελληνικής Προϊστορίας αποτύπωσαν πρώτοι, με την αθάνατη γραφή τους, οι μεγάλοι ποιητές της Ελληνικής Αρχαιότητας και την έκαναν κτήμα της σκεπτόμενης και καλλιεργημένης ανθρωπότητας. Από τότε η Ελληνική Μυθολογία κατέχει κορυφαία θέση ανάμεσα στα διαχρονικά αριστουργήματα που γέννησε το παγκόσμιο πνεύμα, διότι ο αναγνώστης της, κάθε φορά δέχεται πνευματικά ερεθίσματα για παραπέρα σκέψεις, στοχασμούς και αναζητήσεις των κρυμμένων συμβολισμών και της αλήθειας που περιέχεται σε αυτήν.
Σύμφωνα με αυτήν, ο Θεός Ήφαιστος με εντολή του Παντοκράτορα Δία, πήρε χώμα και νερό (όλα οι αντιγραφείς τα βρήκαν έτοιμα, δεν χρειάστηκε να σκεφτούν) και έπλασε μια πανέμορφη θνητή γυναίκα, την Πανδώρα. Αφού όλοι οι Θεοί του Ολύμπου την προίκησαν με δώρα, την έστειλε χάρισμα στον Επιμηθέα, τον μικρό αδελφό του Προμηθέα. Αυτός την έκανε γυναίκα του και απέκτησε τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.
Ο Έλληνας είναι ο μυθικός Επώνυμος και Γενάρχης του Ελληνικού έθνους, για τον οποίο πολλές και ποικίλες παραδόσεις έχουν αναφερθεί. Γιός του Παντοκράτορα Δία και της Πύρρας, γι’ αυτό και οι απόγονοι αυτού, ως «Διογενεῖς», έγιναν έθνος Ευγενές. Ακολούθησαν τα αδέλφια του, χωρίς να ανακατευτεί ξανά ο Παντοκράτορας Δίας στην ζωή του ζευγαριού. Αδελφός του Αμφικτύωνα και της Πρωτογένειας, από την νύμφη Ορσηΐδα και πατέρας του Αιόλου, Δώρου και Ξούθου, του πατέρα του Αχαιού και του Ίωνα. Αν θέλετε όλα τα ονόματα των Ημιθέων και των Ανθρώπων (Γεναρχών), αυτά αναγράφονται στον Ησίοδο (Θεογονία).
Η παράδοση αυτή ήταν η περισσότερο διαδεδομένη και γιατί με την μυθολογική γενεαλογία ερμήνευε την καταφανή μεταξύ των ελληνικών φυλών συγγένεια, των οποίων οι Επώνυμοι γίνονταν γιοί (Αίολος, Δώρος) και εγγονοί (Αχαιός, Ίωνας) του Έλληνα και γιατί με την συγγένεια Έλληνα και Αμφικτύωνα, συμβολικών αντιπροσώπων του έθνους και της Aμφικτιονικής συναδέλφωσης των διαφόρων λαών του, υποδηλώνονταν ότι όπως ακριβώς πιστεύεται σήμερα, Έλληνες ονομάστηκαν οι αμφικτιονικοί λαοί του Έθνους, σε αντίθεση με τους μη αμφικτιονικούς λαούς του.
Το όνομα Έλλην, ως δηλωτικό των κατοίκων της Ελλάδας, χρησιμοποιείται από το 1000 π.Χ. περίπου. Από τους συγγραφείς, πρώτος ο ιστορικός Θουκυδίδης έγραψε, πως με το όνομα Έλληνες από τον καιρό του Ομήρου, μνημονεύονταν μία από τις τρεις φυλές του βασιλείου του Αχιλλέα που κατοικούσε στην πόλη Ελλάδα. Ο Έλληνας έχτισε μια πόλη 14-15 χλμ. ανατολικά του Δομοκού και έδωσε το όνομά του: Ελλάς.
Κοντά στα ερείπια της Ελλάδας, σήμερα βρίσκεται το χωριό Μελιταία. Τα αρχαία τείχη που περιέβαλλαν τα ανάκτορα του βασιλιά δέσποζαν της κοιλάδας του Ενιπέα.
Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του Έλληνα, γιατί ο Στράβων γράφει «ότι στην αγορά της πόλης Μελιταίας δείχνονταν επί των ημερών του ο τάφος του Έλληνα» και «ότι οι Μελιταίοι τοποθετούσαν την αρχαία Ελλάδα σε δέκα στάδια (1850μ.) μακριά από την πόλη τους και πέρα από τον Ενιπέα». Η εξάπλωση του ονόματος Έλληνες προήλθε από την επικράτηση των κατοίκων της Φθιώτιδας, επί των άλλων συγγενικών λαών, οι οποίοι ζητούσαν την βοήθειά τους (Θουκ. Α’ γ΄). Δηλαδή κατά την αντίληψη του μεγάλου ιστορικού, Έλληνες ονομάστηκαν πρώτα οι σύμμαχοι των Ελλήνων της Φθιώτιδας, η οποία δεν απέχει και πολύ από την αντίληψη των νεώτερων, ότι Έλληνες ονομάστηκαν, πρώτα οι αμφικτιονικοί λαοί της αρχαίας Ελλάδας. Του Έλληνα αυτού, του γιού του Παντοκράτορα Δία και ισχυρότατου, κατά τον Θουκυδίδη, βασιλέα της Φθιώτιδας, ο οποίος είχε δώσει το όνομά του σε μία από τις φυλές της χώρας και η οποία θα άκμαζε προ του Τρωϊκού πολέμου, αφού προϋπήρχε αυτού φυλή Ελλήνων στην Φθιώτιδα. Εκτός του παραπάνω Έλληνα, μνημονευόταν από τους αρχαίους και άλλος Έλληνας, ο οποίος λεγόταν ότι ήταν τρισέγγονος αυτού και γιός του Φθίου, γιού του Αχαιού και εγγονού του Ξούθου, γιού του πρώτου Έλληνα.
Στα Ομηρικά έπη, λοιπόν, ο όρος «Ἑλλὰς» σήμαινε την χώρα που ανήκε στο κράτος του Πηλέα και κατοικουμένη από τους Μυρμηδόνες, πατρίδα του Αμύντορα, πατέρα του Φοίνικα (Ι΄ 447 - 448, 47. Συναντάται στον Όμηρο επίσης και ως πόλη (στον κατάλογο των νέων, Β 683 - 684), ενώ οι κάτοικοι της Ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών καλούνται «Δαναοὶ» («φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες») και «Ἀργεῖοι» και «Ἀχαιοί». Από την στενή αυτή περιοχή, επεκτάθηκε στην διάρκεια των χρόνων, επί των κατοίκων ολόκληρης της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας κατ’ αρχάς και μετά σε όλη την νότια, κείμενη χώρα, Στερεάς και Πελοποννήσου, και ανατολικά και δυτικά μέχρι την Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και διατηρήθηκε έτσι μέχρι τους πρώτους Ιουδαιο-xριστιανικούς αιώνες.
Κατά τον Στράβωνα (Θ΄ 431 - 432), πίστευαν ότι η Ομηρική Ελλάδα είναι η Φθία (πρβλ. και Θουκυδίδη Α΄ 3 «τοὺς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἔλληνες ἦσαν») και αποτελεί το νότιο μέρος της Θεσσαλίας. Το όνομα «Ἑλλὰς» από την στενή σημασία του Ομήρου επεκτάθηκε και σήμαινε πρώτα την Στερεά Ελλάδα χωρίς όμως την Πελοπόννησο (πρβλ «τὴν Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησον» Δημοσθένης. 19, 303) και την Θεσσαλία και έπειτα όλες τις από Έλληνες κατοικημένες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου και ακόμη και της Μ. Ασίας (Ηρόδοτος. 1, 92, Ξενοφώντα. Ανάβ. 6, 5, 23), στην οποία αντιτίθεται «ἡ παρ’ ἡμῖν Ἑλλὰς» (Ξενοφώντα Ελλ. 3, 4, 5.). Στα νεώτερα χωρία της Οδύσσειας το όνομα «Ἑλλὰς» αποκτά μέγιστη έκταση γιατί σε αυτήν βρίσκουμε «καθ’ ην (ἢ ἀν΄) Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἀργος», όπου «Ἑλλὰς» καλείται η Στερεά Ελλάδα και «Ἄργος» η Πελοπόννησος. Η λέξη Πανέλληνες που δηλώνει όλο το Ελληνικό γένος συναντάται πρώτη φορά στον Ησίοδο τον Ζ’ π.Χ. αιώνα (Έργα 52 και στον Αρχίλοχο (απ. 52). Κατά τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα υπήρχε ο όρος Έλληνες σε κοινή χρήση σημαίνοντας το σύνολο των Ελλήνων εφόσον προτού του 580 είχε επικρατήσει η λέξη «Ἑλλανοδῖκαι» που δήλωνε τους κριτές των Ολυμπιακών αγώνων.
Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης «Ελλάς»; Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να μετατρέπουν το Σ σε δασεία και το μακρόν Α σε Η και αντίστροφα. Είναι γνωστό ότι το Φως το έλεγαν και Σέλας από τον Ήλιο, που ήταν Σήλιος και έγινε Ήλιος με δασεία. Ο Πλάτωνας στον «Κρατύλο» 409 α.β, μας λέγει ότι το Σέλας και το Φως έχουν την ίδια έννοια. Επομένως Ελλάς σημαίνει Φως. Βάση λοιπόν η λέξη ΣΕΛΑΣ. Το κάτω μισό του Σ το έκαναν δεύτερο Λ, για να δηλώνει το όνομα «Ελλάς» το «Φως» και ότι δεν αποτελείται από ένα φύλο, αλλά από πολλά (πολλά, γράφεται με δύο λλ) ομόαιμα φύλα τα οποία κάνουν μια ενότητα, το Ελληνικό Έθνος. ΄Ετσι έχουμε Σέλας – Ελλάς και Σέλην = Φωτοδότης – Έλλην = Φωτεινός, Φωτοδότης, Φωστήρ. Ο Έλλην σαν λεξάριθμος είναι: Έλλην=5+30+30+8+50=123. Αν συνεχίσουμε την πρόσθεση των ψηφίων έχουμε:1+2+3=6, τον πρώτο τέλειο αριθμό της μαθηματικής επιστήμης. Αυτός ο μονοψήφιος αριθμός, λέγεται και πυθμένας του λεξαρίθμου. Ο πυθμένας των λέξεων:
Έλλην=6, Φως=6, Κόσμος=6, Σύμπαν=6. Πόσο τέλεια συνδύασαν φιλοσοφημένα και επιστημονικά οι Έλληνες την γλώσσα τους!! Έλλην=Φως=Κόσμος= Σύμπαν=6!!!!
Με την εμφάνιση του Ιουδαιο-χριστιανισμού και ιδίως από την στιγμή που ο…. άγιος (αμάν..)…. Αθανάσιος έγραψε το σύγγραμμα «κατά Ειδώλων», το όνομα των Ελλήνων καταχλευάζονταν από τον άμβωνα και στα εκκλησιαστικά συγγράμματα, έχοντας γίνει συνώνυμο του ειδωλολάτρη αιρετικού, και προστιθέμενο κάθε φορά προς δυσφήμιση και προς άλλα εθνικά ονόματα. Κανείς από τους εκχριστιανισθέντες Έλληνες δεν τολμούσε να φέρει το καταδικασμένο όνομα, από φόβο μην επισύρει επάνω του αναθέματα της εκκλησίας. Συνέβη τότε να επανέλθουν σε κοινή χρήση παλιά και ξεχασμένα εθνικά ονόματα των Ελλήνων. Από τότε ονομάστηκαν Ελλαδικοί, με επίθετο που βρίσκει κανείς και στον Ξενοφώντα (Στ΄ π.Χ. αιώνα), οι κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας. Μεγάλη, τότε, διάδοση εξέλαβε το παλαιότατο όνομα των Ελλήνων, Γραικός, πλεονεκτώντας των άλλων, και με αυτό ονόμαζαν τους Έλληνες και οι Δυτικοί. Η οργάνωση του Βυζαντινού κράτους ως Ρωμαϊκού, η διατήρηση σε αυτό των διοικητικών μορφών του Ρωμαϊκού κράτους και η προσηγορία των Ρωμαίων, την οποία έφεραν οι υπήκοοι, συντέλεσαν στην διάδοση του ονόματος Ρωμαίοι (Ρωμιοί) στους Έλληνες, το οποίο ποτέ δεν επικράτησε ολοσχερώς.
Από τις λίγες σωζόμενες μαρτυρίες συμπεραίνουμε, πως οι Έλληνες το γένος, υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους, διατηρούσαν παράλληλα και το παλιό τους εθνικό όνομα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους, το όνομα των Ρωμιών, μισητό γενόμενο, άρχισε να παραγκωνίζεται και να αναφέρεται συχνότερο και με πολύ αγάπη εκείνο των Ελλήνων, το οποίο αρχίζει να ανακτά την παλιά του αίγλη, έναντι κάθε βαρβαρικού. Όταν το έθνος υποδουλώθηκε στους Τούρκους, η Εκκλησία έκρινε ως πιο συμφέρον το όνομα των Ρωμαίων. Ο κατακτητής αναγνώρισε τον Πατριάρχη ως πατριάρχη των Ρωμαίων (Ρούμ πατριγκί) και στην δικαιοδοσία του υπήγαγε όλους τους Ρωμαίους (Ρουμ μιλέτι), όλους δηλαδή τους ορθοδόξους Ιουδαιο-χριστιανούς, οι οποίοι νωρίτερα υπάγονταν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου (αυτοκράτορα των Ρωμαίων), στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και μη Έλληνες. Όσες φορές χρειάζονταν να διαχωριστούν οι Αλλόγλωσσοι από τους Ελληνόγλωσσους, Έλληνες τους καλούσε η εκκλησία, ενώ χρησιμοποιούσε τον όρο Γραικοί για να διακρίνει μεταξύ Ελληνόγλωσσων Ορθοδόξων και τον Λατινοδόξων οπαδών του πάπα Ρώμης. Στα δημοτικά άσματα από τον ΙΣΤ΄ αιώνα και μετά χρησιμοποιείται κατά προτίμηση ως εθνικό το όνομα Έλλην, το οποίο υιοθετήθηκε και από τους αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας από τα πρώτα της βήματα και επιβλήθηκε τέλος και επίσημα από την απελευθέρωση. (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΑ΄, σ. 7).
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους μετά την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολή, «Ἕλληνες» και «ἑλληνίζοντες» και «ἑλληνισταὶ» ονομάζονταν όλοι αυτοί που μιλούσαν ελληνικά. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την εμφάνιση του Ιουδαιο-χριστιανισμού οι λέξεις αυτές σήμαιναν τους Εθνικούς- ειδωλολάτρες και ο «ἑλληνισμὸς» σήμαινε τον Εθνισμό και την Ειδωλολατρία. Το όνομα Ελλάς επέζησε κατά τους μέσους χρόνους, τουλάχιστον στην επίσημη γλώσσα της διοικήσεως του κράτους. Έτσι νωρίτερα από το 535 και επί Ιουστινιανού, δημοσιευθέν σύγγραμμα του Ιεροκλέους «Συνέκδημος», η από τον Ανθύπατο διοικούμενη «ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος» περιλαμβάνει την Στερεά, την Πελοπόννησο, την Εύβοια και διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Αυτή η επαρχία, περιέχει 79 πόλεις και Πρωτεύουσα είναι η Κόρινθος. Αργότερα το «θέμα Ἑλλάδος» κατά το «Περὶ τῶν θεμάτων» σύγγραμμα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, αποτελείται από την Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Εύβοια, Κυκλάδες και την μέχρι του Πηνειού Θεσσαλία με Πρωτεύουσα αυτού του θέματος είναι η Θήβα. Κατά τον ΙΑ΄ και ΙΒ΄ αιώνα τα δύο θέματα Ελλάδας και Πελοποννήσου συναντώνται ενωμένα σε ένα θέμα με πρωτεύουσα συνήθως την Κόρινθο. Του θέματος Ελλάδος οι κάτοικοι ονομάζονται Ελλαδικοί.
Μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, το όνομα Ελλάς εξαφανίζεται ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας αλλά τουναντίον από τους ίδιους χρόνους καθίσταται συχνότερη η χρήση των λέξεων Έλληνες και Ελλάς με την ευρύτερη εθνολογική και πολιτιστική σημασία. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας ο Βατάτζης, ο αυτοκράτορας της Νικαίας (1222- 1255) σε επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριον τον Θ΄ («Άθήναιον», τ. Α΄ σ. 373 -37) γράφει «ὅτι τε ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει» και μετά «ὅτι μὲν οὖν ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου γένους ἡ σοφία καὶ τὸ ταύτης ἤνθησεν ἀγαθόν». Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου και Συρίας Νασίρ Νασρεδίν Μοχάμετ, γράφει προς τον Ανδρόνικο Γ΄ τον Παλαιολόγο (1328-1341) προσαγορεύοντας τον «κληρονόμο τῆς βασιλείας τῶν Ρωμαίων» και τον αποκαλεί «σπάθην τοῦ βασιλέως τῶν Μακεδόνων» και «ἀνδρειότητα τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων».
Ο διάδοχος του Σουλτάνου Νασίρ Νασρεδίν Χασάν, το 1348, σε επιστολή προς τον Ιωάννη Ζ΄ τον Κατακουζηνό (εκδ. Βόννης σ. 94 - 99) ονομάζει αυτόν «σπάθη τῶν Μακεδόνων» και «βασιλέα τῶν Ἑλλήνων». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, κατά τους ίδιους περίπου χρόνους, λέει για τον Πατριάρχη Γρηγόριο του Κυπρίου που έζησε τον ΙΓ΄ αιώνα, «διαβόητος ἐν τοῖς τότε γενόμενος Ἕλλησιν». Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Η΄ τον Παλαιολόγο (1425-1448 «ὦ τῆς Ἑλλάδος ἥλιε βασιλεῦ» (Σάθα, Momuments τ. Α΄ σ. ΧΙΙ). Ο δε τελευταίος στην Κων/πολη Ιουδαιο-χριστιανός βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, που και αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, έφερε τον τίτλο του «βασιλέως καὶ αὐτοκράτορος Ρωμαίων», στην ομιλία του πριν την άλωση, αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων».
Μετά την άλωση της Κων/πολης από τους Τούρκους, καθόσον ολοένα το Ελληνικό έθνος θα αποκτά ζωηρότερη συνείδηση του εαυτού του, το όνομα Έλληνας και Ελλάδα περιβάλλονται υπό αυτού με μείζονα αίγλη και καθίσταται εις αυτό αεί προσφιλέστερο. Ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης γράφει «Ἑλλήνων πράγματα», «Ἑλλήνων βασίλειον», «Ἑλλήνων βασιλεύς» και με τους Έλληνες εννοούσε τους Βυζαντινούς. Ο Αντώνιος ο Έπαρχος μόνο με τις λέξεις «Ἕλληνες» και «Ἑλλὰς» σημαίνει τους ομοεθνείς και την πατρίδα του. Κατά την επανάσταση του 1821 το έθνος αγωνίζεται για την ελευθερία των Ελλήνων και της Ελλάδος. Η συνέλευση της Επιδαύρου που συνέταξε το «Προσωρινὸν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος» εξέδωσε την 1η Ιανουαρίου 1822 διακήρυγμα, με το οποίο το «τὸ ἑλληνικόν ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη ὀθωμανικὴν δυναστείαν… κηρύττει σήμερον διὰ τῶν νομίμων παραστατῶν του, εἰς ἐθνικὴν συντεταγμένων συνέλευσιν… τὴν πολιτικὴν αὐτοῦ ὕπαρξιν καὶ ἀνεξαρτησίαν». Έτσι το έθνος, με την έναρξη του μακριού απελευθερωτικού αγώνα, επέβαλε επίσημα εις το νέο κράτος το ελληνικό όνομα «Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, Ἑλληνικὴ Πολιτεία, Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος, Ἑλληνικὴ Δημοκρατία».
Κλείνω αναφέροντας ότι ο Πάτροκλος, ο αδελφικός φίλος του Μεγάλου Αχιλλέα, ο θάνατος του οποίου ήταν το σημείο κλειδί, που έγειρε την ζυγαριά της νίκης στους Έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο, ήταν από την ευλογημένη γη μας, την Λοκρίδα, ήταν Οπούντιος Λοκρός.
Ταξιάρχης Γ. Καράλης
Μελετητής Ιστορικών και Θρησκευτικών Θεμάτων