Σάββατο, 23 11 2024

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΝΟΥ (1)

29  Ιανουαρίου  1829 και  η  συμμετοχή  των  Μαρτιναίων  στον  αγώνα  για  την  Ελευθερία

Με  μαρτυρίες  γερόντων  Μαρτιναίων  που  έζησαν  πάνω  από  100 χρόνια
 

Τέσσερις μήνες πριν την Μάχη του Μαρτίνου το φθινόπωρο του 1828 οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων είχαν διάσκεψη στον Πόρο και συζήτησαν για τα σύνορα της Ελλάδας και καθόρισαν αυτά μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο  Βάσος Μαυροβουνιώτης
Έπρεπε να αποδείξουμε ότι με δικές μας δυνάμεις μπορούμε να επεκτείνουμε τα σύνορα πάνω από την Λαμία στην γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, στην de facto αυτή κατάσταση συνέβαλε η μάχη του Μαρτίνου.
Ο Αρχιστράτηγος του αγώνα Δημ. Υψηλάντης διατάζει τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη με την 6η χιλιαρχία να εγκατασταθεί στην οχυρά και στρατηγική θέση στο Μαρτίνο, όπως γράφει ο αγωνιστής και συγγραφέας του αγώνα Ν. Κασομούλης.

Ο Μαχμούτ πασάς ξεκινά από τη Λαμία μετά του Καριοφίλμπεη (που είναι Αλβανός) με 4.000 πεζούς και 600 ιππείς. Στο άκουσμα της καθόδου της στρατιάς του Μαχμούτ ο πληθυσμός της Στερεάς Ελλάδας πανικοβάλεται, μετακινούν τα κοπάδια τους και άλλοι φεύγουν για τα νησιά.
Ο Μαχμούτ προελαύνει προς νότο σπέρνοντας το φόβο και τον τρόμο, καταλαμβάνει τις Θερμοπύλες, την Άμπλιανη, το Κάστρο της Μπουδουνίτσας και την παραμονή των Χριστουγέννων 24-12-1828 έφθασε στο Τουρκοχώρι.
Ο Μαχμούτ θέλει να ενωθεί με τον Ομέρ πασά της Χαλκίδας στην Θήβα, αλλά κρατάει μυστικό ποια διαδρομή θα ακολουθήσει.
Μπαίνει στη Λιβαδειά η οποία έχει εκκενωθεί από τον Χατζηπέτρο και τη φρουρά του, αποφασίζει να χτυπήσει το Μαρτίνο και στέλνει μήνυμα στον Ομέρ πασά της Χαλκίδας να χτυπήσει και αυτός το Μαρτίνο. Δύο στρατιές αν χτυπούσαν το Μαρτίνο θα ήταν αδύνατον να αντέξει, αλλά είτε κακή συνεννόηση, είτε ο Μαχμούτ ήθελε να δρέψει μόνος του τις δάφνες, προχώρησε πιο γρήγορα στο Μαρτίνο. Περνάει τον Ορχομενό, την Σκριπού, το Λούτσι και φθάνει μέσω δένδρας κοντά στην Τσούκα του Μαρτίνου, εκεί που σήμερα η ΛΑΡΚΟ κάνει εξόρυξη και καταστρέφει τα ιστορικά μέρη.
Εκεί γίνεται αντιληπτή η εμπροσθοφυλακή του Μαχμούτ από τα παρατηρητήρια του Μαυροβουνιώτη στο λόφο της Τσούκας με τα αιωνόβια δέντρα (πεύκα).
Αμέσως ειδοποιείται ο Μαυροβουνιώτης ο οποίος καταφθάνει έφιππος με ομάδα ανδρών. Παρατηρεί τη διάταξη της τουρκικής στρατιάς και αντιλαμβάνεται ότι οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να επιτεθούν.
Εν τω μεταξύ η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων πλησίασε πολύ και συνεπλάκησαν έχοντας και έναν πληγωμένο από την πλευρά των Ελλήνων οι οποίοι υποχώρησαν τακτικά και γύρισαν στο Μαρτίνο και ο Μαυροβουνιώτης επιθεώρησε και συμπλήρωσε τα οχυρωματικά έργα.
Ο Μαχμούτ έφθασε το σούρουπο στο Μαρτίνο και στρατοπέδευσε δυτικά από το χωριό όπως γράφουν όλοι οι συγγραφείς. Δυτικά του χωριού μόνο ένας χώρος ήταν ανοικτός για να στρατοπεδεύσει μια τέτοια στρατιά. (Δεν θα μπορούσε επάνω στα βράχια του Προφήτη Ηλία να στρατοπεδεύσει), αυτός λοιπόν ο χώρος είναι η μεγάλη πλατεία μπροστά από τα σχολικά κτήρια (Γυμνάσιο - Λύκειο) ενώ το χωριό τότε περιορίζετο πιο κάτω.
Εδώ που στρατοπέδευσε ο Μαχμούτ γίνονταν μέχρι τις ημέρες των πατεράδων μας τα αλώνια των σιτηρών.
Ο Μαυροβουνιώτης βλέποντας τον όγκο της τούρκικης στρατιάς του Μαχμούτ 3.000 πεζούς και 600 ιππείς έστειλε αγγελιοφόρο στον Ευμορφόπουλο, που ήταν στο Γαϊδουρονήσι της Αταλάντης με την χιλιαρχία του να έρθει την πρωία της 29-1-1829 στο Μαρτίνο για ενίσχυση.
Αυτός όμως δεν ήρθε παρά μόνο ο εκατόνταρχος Γ. Σκουρτανιώτης με 100 Θηβαίους παραβίασαν τη διαταγή Ευμορφόπουλου και ήρθαν όπως θα δούμε να βοηθήσουν.
Θα περιγράψουμε τη μάχη όπως την αναφέρουν οι συγγραφείς Ν. Κασομούλης, Γ. Τσεβάς, Γ. Μίχας και Τριαντάφυλλος Παπαναγιώτου αλλά και από μαρτυρίες γερόντων Μαρτιναίων που μερικοί έζησαν πάνω από 100 χρόνια, όπως ο Σπύρος Παπαϊωάννου και Γ. Πύλλιας. Αναφέρεται ότι την πρωία της 29-1-1829 οι Τούρκοι μετά την καθιερωμένη προσευχή επιτέθηκαν τρεις φορές, απεκρούσθησαν και την τέταρτη ετράπησαν σε φυγή.
Με την εκδοχή αυτή φαίνεται ότι το Μαρτίνο ήταν οχυρωμένο και περιφερειακά (Ν. Κασομούλης: «Εις το οχυρόν τούτο χωρίον») και ο Μαυροβουνιώτης αφήνει στην περιφέρεια και στην άκρη του χωριού τον πεντακοσίαρχον Τριαντάφυλλο Τζουρά.
Αλλά ο σεισμός του 1894 που αποδίδεται στο ρήγμα της Αταλάντης ισοπέδωσε το χωριό της νίκης και δεν άφησε ίχνη για να αξιολογήσουμε εμείς σήμερα την οχύρωση του Μαρτίνου (που ίσως είχαν κτισθεί και οι περιφερειακοί δρόμοι).
Οι παλιοί Μαρτιναίοι λένε ότι οι Τούρκοι μία φορά μπήκαν στο Μαρτίνο και εξήλθαν κυνηγημένοι.
Ο ίδιος ο Μαχμούτ δεν μπήκε στο Μαρτίνο διότι αν έμπαινε πιθανότατα να τον είχαν σκοτώσει, αλλά έφιππος συντόνιζε τη μάχη από τα αλώνια που είχε στρατοπεδεύσει έξω και δυτικά του χωριού. Και περίμενε να καταστρέψουν το Μαρτίνο και να περάσει νικητής εν μέσω πτωμάτων και ερειπίων.
Η σωστότερη εκδοχή που υποστηρίζουν και οι μαρτυρίες γερόντων Μαρτιναίων είναι: ότι ο Μαυροβουνιώτης έστειλε μία ομάδα από Μαρτιναίους βοσκούς με το κοπάδι τους το οποίο το κατηύθυναν μέχρι το στρατόπεδο των Τούρκων και εμφανίσθηκαν το πρωί σαν να πήγαιναν να μαζέψουν τα πρόβατά τους. Το ιππικό των Τούρκων, το οποίο ήταν ήδη έτοιμο για έφοδο, κυνήγησε τους βοσκούς για να τους αιχμαλωτίσει, αλλά τα άλογα μπερδεύτηκαν με το κοπάδι και οι βοσκοί βρήκαν τον χρόνο να υποχωρούν και να πυροβολούν.
Στο άκουσμα των πυροβολισμών, όλο το ιππικό των Τούρκων ακολούθησε τους αρματωμένους βοσκούς μέχρι το κέντρο του χωριού, εκεί κρύφτηκαν στα σπίτια και ενώθηκαν με τους άλλους αμυνόμενους.
Οι Μαρτιναίοι είχαν κτίσει τις πόρτες των σπιτιών και τα παράθυρα μέχρι την μέση κάνοντάς τα πολεμίστρες και από εκεί οι γυναίκες γέμιζαν τα καρυοφύλλια και άλλοι σκόπευαν και πυροβολούσαν εκ του ασφαλούς, γι’ αυτό δεν είχαμε και κανέναν νεκρό, εκτός του πληγωμένου της πρώτης ημέρας στην Τσούκα.
Ο Μαυροβουνιώτης είχε κατανείμει τον στρατό του στο κέντρο του χωριού και στην πλατεία γύρω από την εκκλήσία με ενισχυμένο το ανατολικό μέρος όπου η πεντακοσιαρχία του Γιάννη κλίμακα μέσα στην οποία και ο εκατόνταρχος Μαυροδήμος Στάμος (Μαρτιναίος οπλαρχηγός, ο οποίος είχε 100 αρματωμένους Μαρτιναίους υπό τις διαταγές του και λάβαιναν μέρος όπου τους καλούσε η πατρίδα).
Η χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη αποτελούνταν από δύο πεντηκοσιαρχίες του Τζουρά και του Κλίμακα. Ο ίδιος ο Μαυροβουνιώτης με μια ομάδα εμπειροπόλεμων στρατιωτών ήταν ταμπουρωμένος στην άλλη πλατεία με τα πλατάνια όπου και το μνημείο του αγνώστου σήμερα, στο ανατολικό και αυτός μέρος όπου σήμερα είναι τα σπίτια του Νάστου, του Αριστοτέλη, του Παπαγεωργίου και του Καραμάνη κ.λ.π.
Επίσης κατά μήκος του κεντρικού δρόμου από την εκκλησία μέχρι την πλατεία του αγνώστου στρατιώτη είχαν αναπτυχθεί και ταμπουρωθεί στα σπίτια ανώνυμοι στρατιώτες και ανώνυμοι κάτοικοι του Μαρτίνου που πολεμούσαν «υπέρ βωμών και εστιών». Επίσης και μερικοί Μαρτιναίοι επώνυμοι που έμειναν τα ονόματά τους από τις αιτήσεις πολεμικών αποζημιώσεων που είχαν καταθέσει στους επάρχους Θηβών και Αταλάντης.
Μεταξύ αυτών ο Μαρτιναίος πεντηκόνταρχος Αγγελής Δήμος που είχε πενήντα Μαρτιναίους υπό τις διαταγές του. Ένας άλλος Μαρτιναίος ο Δήμος Βέργος επίσης πεντηκόνταρχος είχε και αυτός πενήντα Μαρτιναίους αρματωμένους υπό τις διαταγές του.
Άλλος ένας Μαρτιναίος στρ/της ο Λουκάς Ν. Κούρος που θα τον συναντήσουμε στα αρχεία των Επάρχων σαν Λουκάς Νικολάου ή Κούρος ο Μαρτιναίος που πολέμησε γενναία στη μάχη σώμα με σώμα. Ο γιος του αγωνιστή ήταν μετέπειτα συμ/φος Αταλάντης, σήμερα εν ζωή είναι ο γνωστός Π. Μηχανικός που διαμένει στην Αθήνα Ν. Λ. Κούρος και ο γιός του που φέρει το ίδιο όνομα με τον αγωνιστή, Λουκάς Ν. Κούρος.
Επίσης ο Μαρτιναίος στρ/της Δήμος Βόλης, ο οποίος καταγόταν από το Μαρτίνο αλλά διέμενε στο Μουρίκι της Βοιωτίας μόλις έμαθε ότι κινδύνευε το Μαρτίνο ζώστηκε τα άρματα και αγωνίσθηκε γενναία μέχρι το τέλος της μάχης. Την μαρτυρία αυτή υπογράφουν αργότερα Μαυροβουνιώτης και Μαυροδήμος την 5 Οκτωβρίου του 1846.
Για όλα τα ονόματα των αγωνιστών υπάρχουν σήμερα απόγονοι στο Μαρτίνο εκτός του Μαυροδήμου που ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και μετακόμισε στην Λαμία, σήμερα πολλοί Μαυροδημαίοι είναι στο Ακραίφνιο.
Και τώρα το χρονικό της μάχης όπως το αναφέρουν γέροντες Μαρτιναίοι που δεν διαφέρει πολύ από τους ιστορικούς.
Το ιππικό των Τούρκων ακολουθεί τους βοσκούς που στην πραγματικότητα μπορεί να είναι και εμπειροπόλεμοι στρατιώτες και εισέρχεται χωρίς να καταλάβει τίποτα μέχρι την κεντρική πλατεία του χωριού μπροστά από την εκκλησία των Ταξιαρχών.
Απόλυτη σιγή επικρατεί, μόνο οι οπλές των αλόγων ακούγονται, οι Τούρκοι νομίζουν ότι το χωριό έχει εγκαταλειφθεί. Ένας άνδρας ηγείται του Ιππικού των Τούρκων, στέκεται μπροστά από την εκκλησία και με μέτωπο προς τα ανατολικά σπίτια (ίσως κάτι να είδε μέσα στα σπίτια) μιλάει στα Αλβανικά στους Μαρτιναίους και λέει: «Όσοι κρύβονται στα σπίτια να παραδοθούν γιατί αλλιώς θα σας κάψουμε ζωντανούς». Οι Μαρτιναίοι του απάντησαν με ένα δεύτερο «Μολών λαβέ». Τον έβρισαν στη γλώσσα του ενώ σε δευτερόλεπτα πριν αντιδράσει ακούστηκε πυροβολισμός και μία σφαίρα που ήλθε από τα σπίτια που είναι δίπλα στην εκκλησία από την ανατολική πλευρά εκεί που σήμερα είναι τα σπίτια του Θεοδώρου, του Καβάλα και του Λέκα, από ένα από αυτά όπου είχαν ταμπουρωθεί ο εκατόνταρχος Μαυροδήμος με 100 αρματωμένους Μαρτιναίους, βρίσκει η σφαίρα τον Τουρκαλβανό στο κεφάλι ο οποίος πέφτει νεκρός μπροστά από το άλογό του στο χώμα.
Τότε μία φωνή ακούγεται από όλες τις πλευρές γύρω από την πλατεία και πιο πέρα ακόμα πυρ, πυρ και ένας καταιγισμός πυρός σωριάζει σχεδόν τους μισούς και παραπάνω καβαλαρέους Τούρκους στο χώμα. Οι Τούρκοι λυσσομανούν και προσπαθούν να σκαρφαλώσουν στα σπίτια.
Το πυκνό όμως ντουφεκίδι από τα σπίτια πολεμίστρες τους αποδεκατίζει, δεύτερη και τρίτη φορά επιτίθενται, μα οι περισσότεροι πέφτουν νεκροί, προσπαθούν να βρούν οδό διαφυγής μα βρίσκουν τους παράδρομους του κεντρικού δρόμου με τα στενά σοκάκια όπως είναι και σήμερα, κτισμένους με πέτρες και λάσπη, ο μόνος δρόμος που τους έχει απομείνει είναι ο ίδιος δρόμος που μπήκαν στο Μαρτίνο. Άλογα αφηνιασμένα χωρίς αναβάτες στριφογυρίζουν χλιμιντρίζοντας και ποδοπατώντας το πεζικό των Τούρκων που ακολουθούσε το Ιππικό.
Καταλαμβάνονται από πανικό και τρέπονται σε φυγή, εκείνη την ώρα που η μάχη είχε σχεδόν κριθεί ο Μαυροβουνιώτης και άλλοι αγωνιστές βγήκαν από ταμπουρωμένα σπίτια με γυμνά ξίφη και όρμησαν επάνω στους Τούρκους, που έφευγαν τρέχοντας ο καθένας για να σώσει τον εαυτό του. Εκεί στην πλατεία με τα πλατάνια έγινε μεγάλη σφαγή που σήμερα ονομάζεται πλατεία 29ης Ιανουαρίου. Στην πρώτη πλατεία μπροστά στην εκκλησία και εκεί πέσανε πολλοί Τούρκοι νεκροί, αλλά δεν δόθηκε μάχη σώμα με σώμα, γι’ αυτό δεν είχαμε κανέναν νεκρό, διότι όλοι ήταν ταμπουρωμένοι στα σπίτια και πυροβολούσαν εκ του ασφαλούς και οι περισσότεροι Τούρκοι νεκροί ήταν καβαλαρέοι που έδιναν καλύτερο στόχο, γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι αν ο Μαχμούτ έμπαινε μέσα στο Μαρτίνο θα γινόταν αντιληπτός από τους ελεύθερους σκοπευτές από τις πολεμίστρες των σπιτιών και θα σκοτώνονταν γιατί φυσικά θα ήταν έφιππος, δεν θα μπορούσε ένας πασάς να έρχονταν πεζός.
Αλλά και στην πλατεία με τα πλατάνια που δόθηκε μάχη σώμα με σώμα αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Μαυροβουνιώτη οι Τούρκοι δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν. Είχαν καταληφθεί από φόβο και έτρεχαν να σωθούν, και εκεί δεν είχαμε κανέναν νεκρό Έλληνα. Την χρονική αυτή στιγμή έφθασε και ο εκατόνταρχος Γ. Σκουρτανιώτης με 100 Θηβαίους από το Γαϊδουρονήσι της Αταλάντης παραβιάζοντας τη διαταγή του Ευμορφόπουλου.
 

 

Νίκος Αθ. Μπάτσος

Ιστορικός Ερευνητής
 

Συνέχεια στο επόμενο φύλλο
 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.