Σάββατο, 23 11 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΛΙΒΑΝΑΤΕΣ «…Οι κότοι … και οι πίτοι …»

Γράφει ο Παν. Γεωρ. Δημάκης
Ιστορικός Σύμβουλος Δήμου Λοκρών
Η επισήμανσις μιας καταχωρημένης επιστολής των δημογερόντων του χωριού Λιβανάτες, προς τον Ιω. Ράγκο (φωτ.1), Γενικό Αρχηγό της Ανατολικής Ελλάδος, το έτος 1831, στο Αρχείο Ιω. Ράγκου (Ι.Ε.Ε.Ε.) μας φέρει ενώπιον της καταγραφής των γεγονότων της καθημερινής ζωής, στην ορεινή Λοκρίδα, της πραγματικής vita activa των ταπεινών δυναστευομένων χωρικών της εποχής αυτής, όχι μόνον από τους Τούρκους αλλά και από τα άτακτα και απλήρωτα, τακτικά στρατιωτικά σώματα, που διατρέχουν την περιοχή αναζητώντας στασιαστές, ληστές και λοιπά στοιχεία αντιστασιακά μιας διαμορφουμένης νέας εποχής.

Τα αναμενόμενα προβλήματα που επέφερε η απελευθέρωση των Ελλήνων, από τον τουρκικό ζυγό, κατά την μακρά διάρκεια του πολέμου, όπου η εναλλαγή κατοχής, νίκες και ήττες, θρίαμβοι και απελπισία, κυρίως η κατάπτωση των αδυνάτων στρωμάτων, κάτω από το όριο διαβίωσης, την δομημένη φτώχεια, δημιουργούσε και κρίση ανθρωπολογική, που μερικώς καταγράφεται στην επιστολή των δημογερόντων με λεπτομέρειες, που παραμένουν παρά ταύτα όρθιοι, ενώ η σφυρηλατημένη ελληνική ταυτότητα των με την γλώσσα και την θρησκεία, παραμένει ισχυρή και αλώβητη, παρά την αλληλουχία των συγκυριών, ως αναφέρονται. Οι Λιβανάτες (Σημ.2), ιδρυμένες στις απώτατες ανατολικές απολήξεις της Κνημίδας, ως νησίδας, μερικής μειονοτικής εθνοτικής ομάδος χριστιανών, από τους πρώιμους μάλιστα νομάδες, που κατήλθαν μέσω της οροσειράς της Πίνδου*, της Βλαχόστρατας, τα πυκνά δάση του Καλλιδρόμου και της Κνημίδας, καταλήγοντας πλησίον της θαλάσσης, όπου και εγκατεστάθησαν ασφαλώς πριν το 1466 μ.Χ., που απογράφονται στα τουρκικά αρχεία. Οι γύρωθεν οικήσεις και οικισμοί έχουν διαφορετικό εθνοτικό προσδιορισμό, σύμφωνα με τα ονόματα, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι εντόπιοι παλαιοί κάτοικοι που καταγράφονται στις Αγριάδες, Αβραάμ2, Άγναντη, Κυπαρίσσι κ.λπ.  Βέβαια πληρέστερη και βαθύτερη ανάλυση τέτοιων δεδομένων υπερβαίνουν την εργασία αυτή και ανήκει στους ειδικότερους. Στην επιστολή περιγράφεται η περίπολος που κατέλυσε στο χωριό, και δεν ζήτησε δημογέροντα για να τους διευθύνει στα καταλύματα και να «...μεράση τα κοτέτσια...» (εδώ χρειάζεται να μεταφερθούμε με τη μηχανή του χρόνου τέσσερις δεκαετίες μετά, στην διήγηση του ανωνύμου συγγραφέα της Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι**, όπου παραστατικότατα και καθαρά, περιγράφεται η πρακτική των καταλυμάτων και των καταλυματιών και τι ήταν η κότα-πίτα (βλ. Σημ.1). Στην επιστολή-αναφορά περιγράφεται με λεπτομέρειες η πρακτική σ’ όλα, από τα άχυρα για τα ζώα, την επιδρομή στα κοτέτσια, ακόμη το άλογο του Δημογέροντα Δήμου Θήρα, όπου το πήρε «...στανικώς...» και το «...έφερε κοκαλομένον...» ο επικεφαλής περιπολάρχης μετά εννέα ημέρες. Οι γενναίοι και αρειμάνιοι Λειβαναταίοι δείχνουν εδώ μια κάμψη των φρονημάτων των, που ήταν φυσικό να επέλθει μετά την ολόψυχη συμμετοχή των, στην μακρά δεκαετία των αιματηρών αγώνων, στην επανάσταση, κατά των Τούρκων, που απεγύμνωσε από κάθε υλικό πόρο την περιοχή, αποθέματα τροφίμων,  κτηνοτροφία, καλλιέργειες κτλ. Η αστάθεια της εξουσίας στην Λοκρίδα που εθεωρείτο αυτή την εποχή ως παραμεθόριος περιοχή, είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό και η έλλειψη ελέγχου από την κεντρική διοίκηση, η κακοδιοίκηση, δημιουργούσε εκρηκτικές καταστάσεις που κορυφωνόταν με τις μικροεπαναστάσεις, τα κινήματα και τελικά την δολοφονία του Κυβερνήτη Καποδίστρια. Επί της επιστολής τώρα, πέραν της καταγραφής του χωριού Αβραάμ ως ενεργού οικισμού το 1831, αξία μεγάλη έχει η αναφορά του ονόματος του Δημογέροντα Δήμου Θήρα, σύμφωνα με το Αντισθένειο “αρχή σοφίας των ονομάτων η επίσκεψις”. Έτσι μετά την καταγραφή και αναφορά του χωρίου Αβραάμ, υπάρχει για πρώτη φορά και τιτλούχος (δημογέρων) κάτοικός του, μάλιστα με το βαρύ Ελληνικό όνομα Δήμος Θήρας, που παραπέμπει στις απώτατες αρχές της ιστορίας της περιοχής και ίσως και στα αρχαία χρόνια. Επίσης τα ονόματα των Δημογερόντων Λιβανατών του 1831 Δ. Τζαρουχά, Γιάννη Αγγελή Δήμου Κατάκη, Δήμου Τζαρέ, Κυριάκου Κατζαρού, Ανέστη Γεωργίου, Αλέξη Παπά κλπ απολύτως καθαρά ελληνικά, τα σημειώνουμε με ευλάβεια, δέος και τιμή γιατί οι ήρωες της εποχής δεν ήταν μόνον πρωταγωνιστές στις φονικές  μάχες, αλλά και στην καθημερινή ποιμενική και γεωργική ζωή, που με υπομονή και εγκαρτέρηση, οι κάτοικοι μετήρχοντο τα ειρηνικά των έργα, τόσο απαραίτητα για την διαβίωση όλων, δικαίων και αδίκων. Εν κατακλείδι, η διεύρυνσης της τοπικής ερεύνης η διάσωση τεκμηρίων και στοιχείων και η σύνδεση των με την τοπική ιστορία, αποκτά σημασία βάθος και ρόλο στην κατανόηση των ιστορικών φάσεων που διαμόρφωσαν τη σημερινή πραγματικότητα.


Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ*
…Εις το χωρίον Λιβανάτες…
Σημ.1 «…Εις την Σκάλαν Αταλάντης διετρίψαμεν παίζοντες καί χορεύοντες έως ότου ό ήλιος ήρχισε να βιάζηται εις τόν δρόμον του, καί τότε άφ’ ού συνηθροίσθημεν ελάβομεν διεύθυνσιν προς αριστερά της Σκάλας…» Όταν εφθάσαμεν εις το χωρίον αυτό (Λιβανάτες) η κανδύλα της εκκλησίας του έφεγγε καλά. Με κόπον πολύν εύρομεν τον δήμαρχόν του διά να μας δια-νείμη τα κονάκια, με πολύ περισσότερον όμως κατωρθώσαμεν να εύρωμεν έκαστος το διαταγ-μένον του μέρος του καταλύματος. Οι χωρικοί εις τοιαύτας περιστάσεις χαίρουν να βασανίζουν τους στρατιώτας. Ερωτάς: που είναι, πλιάκο, το σπήτι του Μανωλάτου; Εδώ πω πέρα, στα γύδια εκιά, αποκρίνεται. Πηγαίνεις εδώ πω πέρα στα γύδια, και σε στέλλουν εκεί δα στα ζωντανά να εύρης του Μανωλάτου το σπήτι. Εκείνο το εσπέρας αί ελπίδες μου ως προς τας μυστικάς οδηγίας και την με κρασί βρεγμένην πήταν έναυάγησαν. Ό λοχίας με τον Καπετάν Τζάμην κατέλυσαν εις του δημάρχου, και εγώ με τινα στρατιώτην, τον όποιον ολίγον εγνώριζον εκ του πλησίον, εις καλύβην, όπου βώδια, στρατιώται, παιδία και μεγάλοι ήμεθα ανακατωμένοι όλην την νύκτα, με την ευχάριστον συντροφιάν ή ενός ή δύο γαδάρων, δεν ενθυμούμαι καλώς. Ενθυμούμαι μόνον ότι την νύκτα είχον εξυπνήσει έντρομος από κτυπήματα και κρότον δυνατόν, και ότι ο οικοδεσπότης με καθησύχασε με τας λέξεις αυτάς: «Το ζωντόβολο ζαμπουνάει• ας το να σκούζη». Ελησμόνησα να είπω ότι ούτε με κόταν ούτε με πήταν εδείπνησα εκεί• αλλά με άρτον καλλίτερον από την κουραμάναν και με άσπρον και παχύ τυρίον. Αυτά η σταυρομάνα μας παρέθεσεν ένωρίς, και μας έδειξε που κατά γης να κοιμηθώμεν μετά το δείπνον, αν είχομεν όρεξιν. Η κάππα μοί εχρησίμευσε την νύκτα ως στρώμα συνάμα και σκέπασμα.• η μισή άνωθεν η μισή κάτω.  Η μνήμη μου δεν με βοηθει να εύροι τι προσκέφαλον είχον ούτε από πτερά βεβαίως ούτε από μαλία. Η ΚΟΤΑ-ΠΗΤΑ «… Εκείνο το εσπέρας έλαβον και εγώ πείραν της κότα πήτας, και σας βεβαιώ ότι με ήρεσε πολύ. Η σταυρονύμφη αφ’ ού έκοψε και εκαθάρισεν αρκετά παχειάν κόταν, της εχώρισεν έπειτα εν πρός εν τά διάφορα μέλη, και την έρριψεν επί τέλους εις το καρδάρι με κρομμύδια πολλά και φασόλια ολίγα. Το καρδάρι ήτο κρεμασμένον επάνω καλού πυρός της εστίας και περιείχεν ήδη νερόν.  Μετά ημισείαν ώραν έρριψε και ορύζιον εις αυτό, και χωρίς να περιμένη πολύ, περιέχον και περιεχόμενον, τα ήρπασεν από την φλόγα, και τα κατέθεσε με μεγάλην σοβαρότητα πλησίον του πυρός. Έπειτα εζύμοσε δίχως προζύμιον πήταν ούτε μαύρην ούτε άσπρην, απέσυρεν από την εστίαν την ανθρακιάν, έθεσε την πήταν, εσκέπασεν αυτήν με στάκτην, και μετά δέκα λεπτά της ώρας μας παρέθεσεν, εις εμέ και τον σύντροφόν μου στρατιώτην, καρδάρι και ζύμην. Η πείνα με έκαμε να θεωρήσω θαυμασίαν την πήταν εκείνην ή την ζύμην, όπως θέλητε ονομάσετέ την, και να επιπέσω κατά της κότας με σκληρότητα λύκου. Η πονηρά εκείνη πήτα, κατόπιν τόσον ηρωτεύθη τον στόμαχόν μου, ώστε επί πολλάς ημέρας δεν ήθελε να ξεκολλήση από αυτόν…»
1. ΛΕΙΒΑΝΑΤΕΣ 2. ΑΒΡΑΑΜ


Σημ.2 Ο οικισμός Λειβανατών καταγράφεται στην τουρκική απογραφή του 1466, ενώ το Αβραάμ του 1540.  Που σημαίνει ότι ήσαν εν δυνάμει ιδρυμένα και παλαιότερα, εδώ υπάρχει ενδιαφέρον για την ειδικότερη έρευνα στο μέλλον, όπου ίσως θα υπάρχουν και περισσότερα στοιχεία, από τις Τουρκικές καταστιχώσεις, ή και από τα Καταλανικά αρχεία, όπου θα φωτιστούν πληρέστερα οι οικιστικές και ποιμενικές εγκαταστάσεις, στις απολήξεις της Κνημίδας όπου τα αδιαπέραστα πυκνά δάση, παρείχαν ασφάλεια και αρκετά ξέφωτα για την καλλιέργεια των βασικών αγαθών, σιτάρι, κριθάρι, αμπέλια κλπ. Επίσης η πανίδα του δάσους, προσέφερε αρκετά θηράματα, που αφθονούσαν ελεγχόμενα μόνον από τα μεγάλα αρπακτικά, με περιφημότερα τον «Γουλιματαίου Λύκου», που επιβίωνε πέριξ του Γολεμίου. Αναφορά σε γιγάντιους λύκους κάνει και ο ανώνυμος συγγραφέας της «Στρατιωτικής Ζωής εν Ελλάδι»* Περισσότερο αναλυτικά ο Αργύρης Φιλιππίδης** (Περισωθέντα Έργα Αθήνα 1978) αναφέρεται στα σωματικά προσόντα των Λιβαναταίων «… Λιβανάτες, χωρίον ως εξήντα σπίτια κατοικούμενο από Χριστιανούς, επίσης η πατρίς εκείνου του ήρωος αρχιληστού Ανδρίτσου, όπου εις τούτον τον αιώνα τον έτρεμαν όλοι, η Βοιωτία και η Ελλάς… μεγαλόσωμοι και γερής κράσεως… και είναι κόκκινοι ωσαν το μήλο και έχουν έναν αέρα καθαρόν, νερόν κάλλιστον και τόπους ανοιχτούς… έχουν πρόβατα και γίδια αρκετά, τα περισσότερα από τα χωριά του Ταλαντίου, κάνουν και κριθάρι και σιτάρι παστρικό και είναι κυβερνημένοι καλά…» κλπ. Οι παρατηρήσεις αυτές, ισχύουν και σήμερα. Πρέπει εδώ να προστεθεί εκτός της προσφοράς των οι Λιβαναταίοι στον Ιερό Αγώνα, με το σύνταγμα των αγωνιστών, τον λέοντα της Ρούμελης Οδυσσέα και τον πατέρα του Ανδρίτζο, προσέφεραν ανεκτίμητο δώρο στο λαϊκό μας πολιτισμό, με τον περίφημο και χαριέστατο «Λιβαναταίϊκο χορό» που επικυρώνει το υψηλό τους πολιτισμικό επίπεδο.


Ο Δήμος Δαφνουσίων1
Ο Δήμος Δαφνουσίων3 σχηματίσθηκε με το Β.Δ. της 8ης (20) Απριλίου 1835 – το οποίο δε δημοσιεύθηκε στην Ε.τ.Κ. ως δήμος της επαρχίας Λοκρίδος. Κατατάχθηκε στη Γ΄τάξη με πληθυσμό 1156 κατοίκους και έδρα το χωριό Δαφνούς (Λιβανάταις). Ο δημότης ονομάσθηκε Δαφνούσιος. Αρχική σύσταση: Δαφνούς [Λιβανάταις (428), Αρκίτσα (101), Λογγός (101), Βορλοβάς (79), Άγναντη (44), Καλαμάκι (75), Νεοχώρι (152), Μελιδόνι (133), Δημητράκι (43), Γολέμι (-), Ταχταλί (-). Μεταγενέστερες προσαρτήσεις: Άγιος Κωνσταντίνος (Λιγνιτωρυχείον), Ευλογιά, Μονή Μεταμορφώσεως, Άγιος Αθανάσιος, Μονή διατηρουμένη Μέγα Κωνσταντίνου, Μονή διαλελυμένη Βιλνόβου, Μέγας Κωνσταντίνος4. Με το Β.Δ. της 1ης (13) Σεπτεμβρίου 1840 (ΦΕΚ 22), «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Λοκρίδος», ο δήμος Δαφνουσίων δι-ατήρησε τα όρια και τη σύστασή του. Παρέμεινε στη Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1178 κατοίκους και την ίδια έδρα. Ο δήμος Δαφνουσίων κατατάχθηκε στη Β΄ τάξη, με πληθυσμό 2170 κατοίκους, με το Β.Δ. της 6ης (18) Σεπτεμβρίου 1879 (ΦΕΚ 65). Με το Β.Δ. της 29ης Ιουλίου 1894 (ΦΕΚ 83/τ.Β΄) συστάθηκε νέος οικισμός στις θέσεις Στεφάνου και Αγία Κυριακή του δήμου Δαφνουσίων.
1.Το όνομα του δήμου προήλθε από την ομώνυμη αρχαία πόλη και τον ομώνυμο όρμο. Από σύγχυση χρησιμοποιήθηκε η ονομασία Δαφνησίων από το έτος 1836 (Γενικός Πίναξ των δήμων του Κράτους. Παράρτημα του υπ’ αριθ. 2 ΦΕΚ 1837, σελ. 42), μέχρι το έτος 1881. (Βλε. Το διάταγμα καθορισμού του εμβλήματος). Η ορθή ονομασία «Δαφνουσίων» αποκαταστάθηκε μετά από παραίνεση του Γ.Ε. αρχαιοτήτων Π. Ευστρατιάδη, την οποία έκανε επ’ ευκαιρία της γνωμοδοτήσεως για την επιλογή του εμβλήματος.
2.Αρ. Ετ. Αρχ. Π.Ε., αριθ. Πρωτ. Γ.Ε. αρχαιοτήτων 2746 και 1429/Απρίλιος 1873.
3.Με το Β.Δ. της 5ης (17) Ιουλίου 1843 (ΦΕΚ 24) «Περί συνοικισμού των κατοίκων του χωριού  Βορλοβά του Δήμου Δαφνησίων εις τη θέσιν Γράδος, έγινε ο συνοικισμός στην προαναφερόμενη θέση. Με το άρθρο 2 του διατάγματος επιτρεπόταν «… εις τους κατοίκους του χωριού Βορλοβά ως και εις τους θέλοντες εκ των παρακειμένων χωρίων κατοίκους να συνοικισθώσιν εις τη θέσιν Γράδος…»
4.Με το Β.Δ. της 12ης (24) Ιουνίου 1844 (ΦΕΚ 22) «Περί ονοματοθεσίας νέας κώμης, από των κατοίκων Βορλοβά ανεγερθίσης», εγκρίθηκε «… να ονομασθή η υπό των κατοίκων Βορλοβού ανεγερθείσα νέα κώμη εις Γράδο Μέγας Κωνσταντίνος…».
*   Ιω. Κατακουζηνού Ιστοριών Χ Bonn σελ. 474
** Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι Ν.Ελ. Βιβλ. Αθήναι 1977 επιμ. Mario Vitti σελ. 115-116  130-147-148
*** Αργ. Φιλιππίδη τα Περισωθέντα έργα, μερική Γεωγραφία επιμ. Φ. Βιτάλη Αθήνα 1978 σελ.102-103

 

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

587. 50832 (IEEE)
Επιστολή των δημογερόντων του χωρίου Λιβανάτες πρός τον Ίω. Ράγκο.
Πρός τον Γεναιώτατον Γενηκόν Αρχηγόν τής ανατολικής Ελλάδος.
αναφερόμενοι ημείς οι κάτοικοι του χωρίου λειβανάτες τας προάλες ήλθαν οι στρατιώτες του ταγματάρχη γαρδικιώτη μετά τας διαταγάς σας αυτή αφού ήλθον δεν ζήτησαν Δημογέροντα ουδέ πρωτόγερον Διά να διαμεράση τα κοτέτσια μόνον ...ασεν μέ τους κότους και με το ...πίτους. εις αυτώ παρακαλούμεν θερμός την Γεναιότη σου όπου σε εγνωρίσαμεν ως πατήρ, και από τον παλαιόν καιρόν και σε γράφωμεν πολλά με πολήν θάρος, ο ταγματάρχης Διατάτει καί του πηγένωμε άχυρον εις το ορδί του καθημερινός από ένα φόρτομα οι άνθρωποι τώρα δουλεύουν αυτού γυρεύουν ζώον να πηγαίνη το άχυρο πηάνουν το ζώον στανικώς, και δεν ρωτούν παντελώς ούτε Δημογέροντα ούτε κανέν μόνον ξεφώρτόνουν τα ζώα με τα δεμάτια τους κάνουν άτι θέλουν είταν και επέρση τάγμα εις το αβραάμ² όμως, και αν γυρεύαν ζώον είς τον μίνα μία φωρά, ρώταγαν Δημογέροντα: τούτοι όπού μάς έπεσαν. δεν τα επέρασεν καλλά αλύμονον να μην μας λύπουν τα κοτέτσια παντελώς και είνε τότε το κακώ όπου μάς έπεσεν εις το χωρίου μας ήκουσι να φάγουν γιάντα να έρχονται δεν έχουν στράτα, ό καταλειματίας από την ημέραν, όπου ήλθε το τάγμα εις το αβραάμ καί επηασε το κοτέτσι ακώμα σήμερον το διακρατή, τές προάλες ημέρες όπου επήγε ο ταγματάρχης εις τα Σάλωνα επήρε το άλογον τού Δημογέροντα Δήμου Θήρα, και το έκαμεν εννέα ημέρες και το ήφερεν όποιον κοκαλομένον και το πήρε ό ίδιος στανικώς με χέρι του. ομοίως σε παρεκαλούμεν να μάς λυπιθής και τούς συνάξις κομάτι και καλύψουν τούτα τα κακά από ήμας ότι ο κόσμος από ετωτουνούς πολύ ήνε κακοκέφαλος δεν κουβεντιάζονται ολώτελας. Ταύτα και προσμένωμεν την ελευθερίαν μας από τήν Γεναιώτη σου με όλον το σέβας. Οι Δημογέροντες λειβανάτων.
τη 14: Ιουλίου: 1831: λειβανάτες

Δημήτρις τζαρουχάς, Γιάννης Αγγελής,
Δήμος Κατάκης, Δήμος τζαρές,
Κυριάκος Κατζαρού, Ανέστης Γιώργου,
Αλέξης Παπάς (και επίλοιποι)

 

 

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.