Πέμπτη, 21 11 2024

ΤΟ ΤΟΥΦΕΚΙ ΤΟΥ ΒΕΛΗΤΖΙΩΤΗ

ΤΟ ΤΟΥΦΕΚΙ ΤΟΥ ΒΕΛΗΤΖΙΩΤΗ

Γράφει ο Παν. Γεωρ. Δημάκης
Υπεύθυνος Ιστορικού Αρχείου Δήμου Αμφικλείας-Ελατείας

Χειρ.Φ. Κόντογλου

H ένδοξη Βελίτσα, η αητοφωληά του Παρνασσού, έδωσε στον Ιερό Αγώνα δεκάδες αγωνιστών, πρωταγωνίστησε δε λόγω οχυρής θέσεως σαν επιτελικό κέντρο, σ’ όλη τη διάρκεια της Επαναστάσεως του ’21. Έδρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, με την περίφημη σπηλιά-φρούριο «Μαύρη Τρούπα», αλλά και κατά περίπτωσιν του Υψηλάντη, Καραϊσκάκη, Νικηταρά, Τζαβέλλα κ.ά. Η ασφαλής και οχυρή θέση της Βελίτσας, στα πρόποδα του θεϊκού Παρνασσού, είχε προσελκύσει κατά την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας τα πιο άξια και δυναμικά στελέχη της κοιλάδας του Κηφισού, που δημιούργησαν το υπέροχο φυλετικό δείγμα των ρουμελιωτών «παλληκαριών»,1 τα γενναία και ανυπότακτα στις τοπικές μάχες, αλλά και πανταχού παρόντα, όπως εκφράζεται το δημοτικό τραγούδι «για τα σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδειά, που πάνε για να πατήσουνε την Τροπολιτσά».

Ένας από τους πολλούς Βελιτσιώτες αγωνιστές της εποχής, ο Νικόλας Βελητζιώτης, μας κατέλιπεν ένα θαυμάσιο δείγμα της αγάπης των παλληκαριών για τα άρματα, με μια επιστολή2-3που υπαγόρευσε το 1825 στο Ναύπλιο, απευθυνόμενη προς το «έξοχον Υπουργείον των Πολεμικών».

 

 

Εκεί διηγείται, ότι προ δύο ετών, στον Εύριπο (εννοεί Εύβοια), ο γνωστός οπλαρχηγός Βασίλης Μπούσγος4 του εζήτησε δανεικό το τουφέκι του, με το «που ήταν καλόν». Ο Νικόλας, παρά τον διαφαινόμενο θαυμασμό του για τον Μπούσγο, δεν ήθελε να του το δώσει, αναγκάστηκε όμως να υποκύψει με την πίεση και του καπετάνιου του. Ο Μπούσγος, παρά τις οχλήσεις, δεν ήθελε να του το επιστρέψει και με βαθύτατο σέβας προσφεύγει και το ζητεί από το Υπουργείο Πολέμου. Ασφαλώς το τουφέκι αυτό είχε αξία αντικειμενική – π.χ. μαλαμοκαπνισμένο κλπ. – αφού επέσυρε την προσοχή του καπετάνιου, αλλά και υποκειμενική, συναισθηματική για τον ίδιο. Ποιος ξέρει σε ποια φονική μάχη το κέρδισε ο γενναίος Νικόλας, αφού τα όπλα τότε κερδίζονταν στις μάχες. Η συνέχεια είναι γνωστή, ο γραμματεύς σημειώνει «να ερωτηθεί ο Μπούσγος, ενεργήθη δια ζώσης». Τύχη αγαθή όμως είχε ενεργηθεί και γραπτώς, χάρις στο σθένος και στην αποφασιστικότητα του Βελητζιώτη και διεσώθη το συμβάν αυτό*, καθώς και το όνομα του συντοπίτη μας γενναίου στρατιώτη Νικόλα Βελητζιώτη**, του οποίου καταγραφή στα μητρώα αγωνιστών ’21 δεν έχει βρεθεί προς το παρόν. Μας χάρισε όμως ο γενναίος Νικόλας ένα παράδειγμα, αλλά και μας έδειξε πόσο τα άρματα, τουφέκια, σπαθιά ήταν δεμένα με τον πολεμιστή, που η σχόλη του ήταν στα μεσοδιαστήματα των μαχών, να τα γυαλίζει, να τα συντηρεί, να τα προβάλλει σαν το κάλλιστο της εμφανίσεώς του, που δεν ήταν βέβαια η λερή φουστανέλλα και τα τρύπια τσαρούχια, που οι λαμπροστολισμένοι Βαυαροί της Οθωνικής περιόδου έβλεπαν και σχολίαζαν απαξιωτικά, παρασύροντας μάλιστα τμήμα της τότε διαμορφούμενης ελληνικής κοινωνίας να «βλέπει» την Ευρώπη, αποτάσσοντας τα «οικεία της καθ’ ημάς ανατολής», που ήσαν όμως σε κάθε περίπτωση φιλοκαλέστερα και τεχνικά ανώτερα.

 

* Βλ. Βουλής Αρχ. Ελλ. Παλλιγ. Λυτά έγγραφα, σελ. 115.

**Αγωνισταί εκ Βελίτζης. Βασίλειος Βελητζιώτης Π6900. Ταξιάρχης Γερ. Βελητζιώτης Κυτ 22 Ε.Β.Ε. τμήμα χειρ.) Προφανώς πρόκειται για την αυτή οικογένεια, δυστυχώς ο Νικόλας Βελητζιώτης δεν ανιχνεύεται στα Αρχεία, προς το παρόν, εύλογο λοιπόν να διασωθεί το τίμιο όνομα του ως μνημόσυνο στο σημείωμα αυτό. Παρα ταύτα, από ένα έγγραφο, το Ν.14826, που ομοιότυπό του απόκειται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Ελατείας, μπορούμε να ταυτίσουμε την οικογένεια Βελητζιώτη, όχι με απόλυτη αλλά με σχετική ασφάλεια, με την οικογένεια Ανδρίκου Βελητζιώτη-Ανδρικόπουλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι την εποχή αυτή πολλοί αγωνιστές, χρησιμοποιούσαν το χωριό της καταγωγής τους ως δηλωτικό Επωνύμου, όπως Ξυλικιώτης, Ντερνιτζιώτης, Λεπενιώτης κλπ. Το έγγραφο βρίσκεται στον φάκελλο Ανδρικόπουλου, αφορά απόδειξη πληρωμής υπηρεσιών σιτηρεσίων (Ταϊνια) έχει εκδοθεί επ’ ονόματι Α. Βελητζιώτη την 4η Ιουνίου 1826 στο Ναύπλιο, φέρει δε σφραγίδα αρίθμηση και υπογραφές.

1. Αρχ. Πάλληξ εύρωστος, νέος. Επίσης εις Άμμων. 63-35 «Εις δε των εχομένων ταύτης ηλικίας οι μεν πάλληκα, οι δε βούπαιδα, οι δε μελλέφηβον καλούσιν» Βυζαντ. Αναφέρεται στα Τακτικά του Λέοντος «συμβολής δημοσίας προσδοκωμένης, πλήθος λεγομένων παλληκαρίων…»

2. Την αγάπη στα άρματα περιγράφει και ο Μακρυγιάννης*, με το απαράμιλλο ύφος του όταν ζητάει από τον Αγιάννη, να του δώσει άρματα καλά που εδώ θα είχαν και την ευλογία του Αγίου. Έτσι δένει ο Μακρυγιάννης την επιθυμία του, με την πανάρχαιη των Ελλήνων αντίληψη για τα άρματα, τα ευλογημένα από τους θεούς (όπλα του Αχιλλέως κλπ) Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Καραβίας 1957. «…Έγινα ως δεκατεσσέρων χρονών και πήγα εις πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαμπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιάν ημέρα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ’ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ’ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αι – Γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: «τ’ είναι αυτό οπούγινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν». Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάναμεν τις συμφωνίες με τον άγιον». Η απίστευτη σχεδόν για τα σημερινά δεδομένα αυτή σκηνή, ενός εφήβου, να προσφύγει στον προστάτη Άγιό του «… ότι στο σπίτι του μόγινε αυτή η ζημιά…». Με πολλές φωνές, να κάμη την συμφωνία με τον Άγιο αξίζει να την διαβάσει κανείς πολλές φορές. Θυμίζει τα Ομηρικά χρόνια, που οι θνητοί, μιλούσαν με τους θεούς, ακόμη και διαφωνούσαν, δείχνει δε πόσο βαθειά είναι η ελληνική ρίζα, αυτό το παράξενο μείγμα πατρίδας και θρησκείας, που μόνον ένας αφηγητής γνήσιος λαϊκός σαν τον Μακρυγιάννη, μπορεί να περιγράψει.

3. Β. Μπούσγος Οπλαρχηγός από το Απόκουρο (1793). Υπηρέτησε τον Αλή Πασά, έλαβε μέρος στις μεγάλες μάχες του Αγώνα, με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, Διάκο, Καραϊσκάκη. Σημαντικό ότι πρώτος έδωσε νόημα στην έναρξη της Επαναστάσεως στην Ρούμελη την 24η Μαρτίου, με το φόνο του Τάταρη (ταχυδρόμου Τούρκου) και ενός τουρκαλβανού, στο Ζεμενό, αφού ως αποσταλμένος των Προκρίτων Λεβαδιάς, στην Πάτρα, στον Πρόξενο της Ρωσίας Βλασόπουλο δεν πρόλαβε τα γεγονότα και επιστρέφοντας από το Γαλαξείδι, βρόντησε το τουφέκι στο Ζεμενό.

Έγγραφον 115 Βουλή των Ελλήνων

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.