Του Πέτρου Σελέκου
Τον Αύγουστο που μας πέρασε, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, η ερευνήτρια-συγγραφέας Ζαφειρούλα Στεφάνου. Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν πριν φύγει για το νοσοκομείο. «Αύριο φεύγω για τη θεραπεία… έχω μπει στην τελική ευθεία», μου είπε και δεν ξαναγύρισε… Έφυγε για το τελευταίο ταξίδι. Η Ζαφειρούλα ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος! Όσοι τη γνωρίσαμε από κοντά θα την θυμόμαστε για πάντα.
Η Ζαφειρούλα αγαπούσε την ποίηση, την ιστορία, την έρευνα, την τέχνη. Η αγάπη της για τη λογοτεχνία, την έκανε να εγκαταλείψει την ιατρική που σπούδαζε στη Γερμανία, για να ασχοληθεί με τη φιλολογία. Γνώριζε Γερμανικά, Γαλλικά και Αγγλικά. Η επαφή της με τις ξένες γλώσσες της έδινε τη δυνατότητα να έχει εξαιρετική κατάρτιση σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και την ιστορία. Επαγγελματικά εργάστηκε ως μεταφράστρια στη (ΔΕΗ) Πτολεμαϊδας, στην εταιρεία ΛΑΡΚΟ, καθώς και στην ιδιωτική εκπαίδευση, ως καθηγήτρια. Η ιστορική έρευνα (κυρίως η λαογραφία) και η ζωγραφική της γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο. Ορισμένες από τις εργασίες της δημοσιεύτηκαν στον τοπικό περιοδικό τύπο όπως: «Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ», «ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ Ο ΛΥΤΡΩΤΙΚΟΣ», καθώς και τα «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ ΣΤΟ ΜΑΡΤΙΝΟ ΛΟΚΡΙΔΑΣ», μια εργασία που αποτελεί σταθμό στη Λοκρική λαογραφία και φανερώνει την αγάπη της για το Μαρτίνο.
Η Ζαφειρούλα, μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου η ιστορία ήταν παντού παρούσα. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του τελευταίου αιώνα, είτε τα άκουσε από το στόμα του πατέρα της, αξιωματικού Στέφανου Στεφάνου, είτε τα έζησε η ίδια από κοντά. Σε μια κουβέντα μας, μου είχε πει: «Την Ελληνική ιστορία την έζησα απ’ τα γεννοφάσκια μου. Τα παραμύθια που άκουγα μικρή… ήταν οι πολεμικές περιπέτειες του έθνους. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του πεζικού και όπως καταλαβαίνεις, οι διηγήσεις του ήταν γύρω απ’ αυτά τα γεγονότα. Είχε λάβει μέρος στον Ελληνο-Βουλγαρικό πόλεμο το 1913, και πολέμησε στις μάχες του Κιλκίς και του Λαχανά. Το 1916 συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, με τις «Αμύνης τα Παιδιά», και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Στη συνέχεια πήγε στη Μικρά Ασία και εκεί τραυματίστηκε βαριά στο Αφιόν Καραχισάρ. Τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής τα έζησε από κοντά και δεν μπόρεσε ποτέ να τα ξεχάσει. Τη Σμύρνη την είδε να καίγεται! Ο ίδιος, τραυματίας όπως ήτανε, από θαύμα κατάφερε και μπήκε σ’ ένα Αμερικανικό καράβι και βγήκε στη Χίο. Μετά την αποθεραπεία του μπήκε σε Πολεμική Διαθεσιμότητα. Το 1938 ανέλαβε φρούραρχος Πειραιά μέχρι τον Απρίλη του ’41. Με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα παραιτήθηκε και φύγαμε και ήρθαμε στο Μαρτίνο. Στην κατοχή ο πατέρας μου έσωσε δυο Άγγλους αεροπόρους. Συγκεκριμένα, ο ένας ήταν Άγγλος και ο άλλος Νέο-Ζηλανδός. Δε γνωρίζω όμως σε πιο σημείο έπεσαν, ούτε και τον τρόπο που τους μάζεψε. Τα χρόνια εκείνα τέτοιες κινήσεις ήταν μυστικές. Τους ανθρώπους αυτούς, τους έκρυψε στην παλιά Δεξαμενή του Μαρτίνου, κοντά στη γέφυρα του «Σπανού». Το διάστημα που έμειναν εκεί τους πήγαινα εγώ φαγητό με το ταγάρι. Τότε, όλα τα παιδιά του χωριού ήτανε έξω, και έτσι δεν κινούσα τις υποψίες των άλλων. Τους αεροπόρους τους φυγάδευσε ο πατέρας μου για τη Μέση Ανατολή. Για την πράξη του αυτή έλαβε τιμητική επιβράβευση από τον Αρχιστράτηγο Αλεξάντερ».
Οι αναμνήσεις από την απελευθέρωση της Αθήνας το 1944, ήταν επίσης πολύ έντονες στη μνήμη της και διηγούταν το εξής περιστατικό: «Όταν έγινε η απελευθέρωση ήμασταν στην Αθήνα. Το διαμέρισμα που μέναμε ήταν στην οδό Φιλελλήνων κι εγώ μαζί με άλλα παιδιά παίζαμε στην Πλατεία Συντάγματος και στον Εθνικό κήπο. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, το πρωί, στην Πλατεία Συντάγματος έγινε τέτοιο ξέσπασμα απ’ το κόσμο, που δεν μπορώ να στο περιγράψω. Χιλιάδες νέοι, αγόρια και κορίτσια, ξεχύθηκαν απ’ τους γύρω δρόμους με Ελληνικές σημαίες και τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Θυμάμαι… τους νέους που αγκαλιασμένοι πηδούσαν στον αέρα τα σκαλοπάτια της Πλατείας και ανέμιζαν τις ελληνικές σημαίες. Στην Πλατεία είχαν μείνει μερικές Γερμανικές σημαίες με τον αγκυλωτό σταυρό. Τις σημαίες αυτές τις κατέβασαν και τις ξέσχισαν κομμάτια-κομμάτια. Ένα απ’ αυτά τα κομμάτια το είχα πάρει στο χέρι και το κρατούσα για την κούκλα μου. Όταν ξαφνικά… ένοιωσα ένα χέρι να με σηκώνει στον αέρα και να με ταρακουνά με δύναμη. Ήταν η μάνα μου! Με είχε χάσει, γιατί τις είχα φύγει κρυφά απ’ το σπίτι, και μ’ έψαχνε μέσα στο πλήθος. Μου έδωσε μερικές… μου πέταξε το κομμάτι της σημαίας και με πήγε στο σπίτι σηκωτή. Έτσι, άδοξα, έληξε η συμμετοχή μου στη διαδήλωση της απελευθέρωσης».
Ήταν πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος η Ζαφειρούλα. Καλό σου ταξίδι στην αιωνιότητα Ζαφειρούλα.