Υπό Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Πανταζή
Οι σημερινοί νέοι είναι δυνατόν, ίσως, να αντιλαμβάνονται την έννοια της λέξεως "ξυπολυσιά", αμφιβάλω, όμως, αν συμβαίνει το ίδιο και με τη λέξη "λιθοπάτης". Για του μεγάλης ηλικίας - βέβαια - δεν υπάρχει θέμα κατανοήσεως των λέξεων, αφού έχουμε βιώσει, πολύ έντονα, τόσο την ξυπολυσιά - όσο και του λιθοπάτες.
Για τους νέους, λοιπόν, ξυπολυσιά σημαίνει το να βαδίζεις, συνέχεια, ξυπόλυτος, δηλαδή χωρίς να φοράς υποδήματα. Λιθοπάτης είναι το αιμάτωμα το οποίο δημιουργείται, στην πατούσα[1] του ποδιού από το συνεχές πάτημα λίθων του εδάφους, ένεκα της ξυπολυσιάς.
Οι δύο αυτές λέξεις, ξυπολυσιά[2] και λιθοπάτες[3], είναι πανάρχαιες, γεγονός που σημαίνει ότι, από τους Έλληνες, δεν έλειψαν οι πρακτικές των δύο ανωτέρω λέξεων.
Η ξυπολυσιά ήταν ενδημική, στους αγρότες, τόσο πριν τον πόλεμο του 1940 - όσο και μετά από αυτόν. Η κατάσταση, όμως, έγινε τραγική από την εξαθλίωση της κατοχής, κατά τη διάρκεια του "εμφυλίου πολέμου" και μερικά χρόνια μετά από αυτόν. Βελτίωση παρατηρήθηκε με τη σταδιακή οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η οποία - εν τούτοις - άργησε να γίνει αισθητή και από τους αγρότες. Ό,τι υπήρχε - αν υπήρχε - από υπόδηση, πριν από τον πόλεμο, αυτό εξέλειπε - με την πάροδο του χρόνου - κατά την κατοχή. Η μαύρη αγορά της κατοχής, με ανταλλαγή λιγοστών γεωργικών προϊόντων, που και αυτά ήταν ανεπαρκή, μας προμήθευε - σπανιότατα - με κανένα ζευγάρι μεταχειρισμένα παπούτσια και, αυτό, μέχρι - το πολύ - το 1942. Η οικονομική δυσπραγία, κατά τον εμφύλιο πόλεμο και αμέσως μετά από αυτόν, δεν παρείχε μεγάλη ευχέρεια αγοράς υποδημάτων, αφού, οι μικρές οικονομικές δυνατότητες οι οποίες υπήρχαν, διοχετεύονταν στην κάλυψη άλλων περισσότερο ζωτικών βιοτικών αναγκών. Όποιος είχε στην κατοχή του κανένα ζευγάρι παπούτσια, τα πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού και τα επιδιόρθωνε, συνέχεια, από τη φθορά τους, μέχρι πλήρους εξαντλήσεώς των. Στο τέλος καταντούσαν τελείως παραμορφωμένα από τις πολλές "φόλες"[4] που έφεραν επάνω τους. Ένας τρόπος για να μην φθείρονται, τα παπούτσια, ήταν να μην τα φοράς!!!!
Όσα παιδιά πηγαίναμε, τότε - στο Γυμνάσιο της Λαμίας (εγώ πρωτοπήγα το 1941) - πριν ξεκινήσουμε από το χωριό (το Κωσταλέξι[5]) - δέναμε τα παπούτσια μας με τα κορδόνια και τα κρεμούσαμε στην πλάτη μας. Από εκεί, ξυπόλυτοι, περπατούσαμε - περί τα δέκα χιλιόμετρα - και φτάναμε στην παρυφή της πόλεως. Εκεί, από λόγους ντροπής και αξιοπρέπειας, ξεκρεμούσαμε τα παπούτσια και τα φορούσαμε. Αυτό συνέβαινε και κάθε Σάββατο απόγευμα, που επιστρέφαμε στο χωριό (για το σαβατοκύριακο), αλλά με την αντίστροφή διαδικασία.
Την έλλειψη των υποδημάτων την κάλυπταν, υποτυποδώς, τα γουρουνοτσάρουχα[6], τα οποία - κατά τη διάρκεια του χειμώνα και, ιδίως, κατά την εκτέλεση βαριών γεωργικών εργασιών, ήταν απολύτως απαραίτητα. Το καλοκαίρι, όμως - μόλις άρχιζαν οι ζέστες - απαλλασσόμασταν από την πολυτέλεια των γουρουνοτσάρουχων και άρχιζε η περιπετειώδης φάση της ξυπολυσιάς. Να σημειωθεί ότι, από εκεί και πέρα, όλες τις γεωργικές εργασίες, τις εκτελούσαμε ξυπόλυτοι, ακόμη και τα παιχνίδια τα παίζαμε με τον ίδιο τρόπο.
Η ξυπολυσιά αυτή και οι τόσες πέτρες που μας ανάγκαζε να πατάμε, κατά το βάδισμα (και το Κωσταλέξι έχει πολλές πέτρες), έφερναν - αναπόφευκτα - και τους λιθοπάτες, ιδίως σε εμάς του νέους που είχαμε και τρυφερές πατούσες. Τα πρώτα μηνύματα του λιθοπάτη ήταν και οι πρώτοι πόνοι, από το αιμάτωμα που είχε δημιουργηθεί. Από εδώ και πέρα, εκείνο που χρειάζονταν, ήταν υπομονή, καρτερία, θάρρος και αποφασιστικότητα.
Η μοναδική θεραπεία, του λιθοπάτη, ήταν η χειρουργική επέμβαση για το άνοιγμα του αποστήματος και την αφαίρεση του αίματος και του πύου που είχε δημιουργηθεί εκεί. Προηγουμένως, όμως, έπρεπε - ο λιθοπάτης - να γουρμάσει[7], δηλαδή να ολοκληρωθεί η μετατροπή του αιματώματος σε πύον. Για να επισπευθεί, του γούρμασμα, ψήναμε μεγάλα κρεμμύδια, τα τοποθετούσαμε κάτω από το λιθοπάτη και τα δέναμε με ένα μεγάλο πανί, για να συγκρατούνται στη θέση τους. Το ξυπόλυτο περπάτημα δεν σταματούσε παρά την ύπουλη έξαρση του λιθοπάτη. Και τότε έβλεπες, το δυστυχεί λιθοπατόπληκτο, να περπατά κουτσαίνοντας, προσπαθώντας να προφυλάξει το λιθοπατιασμένο πόδι του, από το να πατήσει στο έδαφος και, το χειρότερο, να προσκρούσει σε κάποια πέτρα. Αν, παρά τις προφυλάξεις, τύχαινε να συμβεί το τελευταίο, τότε έβλεπες, τον κουτσό, να σταματά σαν κεραυνόπληκτος, να πιάνει - το πονεμένο πόδι του - και με τα δυο του χέρια, να στριφογυρίζει στο άλλο - σφαδάζοντας από τους πόνους και βογκώντας για να τους απαλύνει. Και ερχόμαστε, τώρα, στη χειρουργική επέμβαση.
Μην περάσει, από το μυαλό σας, η βέβηλη σκέψη, ότι θα πηγαίναμε σε χειρουργό, για να την εκτελέσει!!!! Όχι. Μόνοι μας θα την εκτελούσαμε και να πως: Για νυστέρι χρησιμοποιούσαμε ή το μεγάλο "ξουράφ'" (ξουράφι) του πατέρα μας - με το οποίο ξύριζε τα γένια του - ή κανένα μικρό ξυραφάκι ξυρίσματος. Για απολύμανση και άλλα τέτοια περιττά και ανώφελα πράγματα ούτε λόγος να γίνεται. Στην αρχή απολεπτίζαμε, το χοντρό μέρος του δέρματος - στο σημείο του λιθοπάτη - και, σιγά -σιγά, φθάναμε στο μαλακό δέρμα, όπου, το κόψιμο, άρχιζε να πονά. Απέμενε, τώρα, η τελευταία και αποφασιστική νυστεριά. Εδώ χρειάζονταν αποφασιστικότητα, αυτοσυγκέντρωση, θάρρος, χειρουργική μαστοριά, αλλά και ….παλληκαριά!!!! Έπρεπε η νυστεριά να είναι επιτυχής και να σπάσει, το απόστημα, με την πρώτη. Αν είχαμε αποτυχία, τότε χρειάζονταν μεγάλη ψυχική δύναμη, για να συγκεντρώσεις νέο θάρρος, για να επαναλάβεις τη νέα λιθοπατοκτόνο νυστεριά. Όταν, τελικά, το απόστημα έσπαγε, τότε πετάγονταν έξω πολύ πύον και μαύρο αίμα!!!!
Η ανακούφιση από την απαλλαγή του λιθοπάτη υπερκάλυπτε το άσχημο θέαμα της ανοικτής πληγής!!! Και η μετεγχειρητική απολύμανση; Και βέβαια ήταν πρωταρχικό καθήκον. Αλλά πως θα γινόταν; Οινόπνευμα δεν υπήρχε. Αν υπήρχε τσίπουρο καλό θα ήταν, αλλά - και αυτό - ήταν δυσεύρετο. Η μόνη εύκολη και αποτελεσματική απολύμανση ήταν ένα γερό και ζεστό κατούρημα και, η απολύμανση, είχε συντελεστεί με απόλυτα επιτυχή και ασφαλή τρόπο!!!
Αμέσως μετά την εγχείριση, ο "αυτόχειρας", σηκώνονταν ικανοποιημένος και άρχιζε - και πάλι - το ξυπόλυτο περπάτημα, χωρίς να πολυνιάζεται, για τον καινούριο λιθοπάτη που θα τον επισκέπτονταν.
Ηρωικές εποχές!!! Η θύμησή τους προκαλεί, σε μας τους ηλικιωμένους που τις ζήσαμε, μεγάλη νοσταλγία και υπερηφάνεια, γιατί - όσο δύσκολες, σκληρές και απάνθρωπες και αν ήταν οι συνθήκες ζωής - εμείς - με καρτερία, υπομονή, στωικότητα, αντοχή και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον - τις ξεπεράσαμε!!! αλλά και με τη βοήθεια των γονιών μας προς τους οποίους οφείλουμε την άπειρη ευγνωμοσύνη μας - τις ξεπεράσαμε. Αυτό ας αποτελεί και ένα καλό παράδειγμα για τους σημερινούς νέους.
1Πατούσα:
α. Η κάτω επιφάνεια του ποδιού, η οποία πατά στο έδαφος.
β. Το τμήμα της κάλτσας που καλύπτει την πατούσα. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πατώ. .
2Ξυπολυσιά: Προέρχεται από τη Βυζαντινή λέξη εξυπόλυτος, αυτή από την προγενέστερη εξυπολύω και, αυτή, από τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις εξ- +υπό-+λύω.
3 Λιθοπάτης: Προέρχεται από τις λέξεις λίθος + πατώ.
4 Φόλα: Μικρό κομμάτι δέρματος το οποίο χρησιμοποιούσαν, ως μπάλωμα, σε φθαρμένα παπούτσια ή σε άλλα δερμάτινα είδη.
5 Κωσταλέξι: Ιδέτε την ιστορία του και λοιπές πληροφορίες στο site:kostalexi.net.
6 Γουρουνοτσάρουχο: Τσαρούχι κατασκευασμένο από ακατέργαστο δέρμα γουρουνιού. Η λέξη "τσαρούχι" προέρχεται από την τουρκική λέξη çarik.
7 Γουρμάζω = Ωριμάζω. Προέρχεται από τπο επίθετο γούρμος και, αυτό, από την αρχαία λέξη ώριμος.