Σάββατο, 23 11 2024

Πως ο Όμηρος αντιλαμβάνεται την έννοια της φιλίας

Γράφει ο Θανάσης Χατζηιωάννιδης

Ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών, και ο ήρωας του Αχιλλέας ο ιδανικότερος τύπος ήρωα των αρχαίων Ελληνικών θρύλων, στο κυριότερο έπος όλων των αιώνων, την Ιλιάδα.
Ο Αχιλλέας ήταν ωραίος, ψηλός, ξανθός ως ο Φοίβος (Απόλλων). Ευγενής, γιος του βασιλιά της Φθίας Πηλέως και της κόρης του Νηρέως, θαλασσίας θεότητας της Θέτιδος. Από την φύση του ο Αχιλλέας ήταν ταχύπους, θαρραλέος, τολμηρός και είχε τη φιλοδοξία να έχει βίο λαμπρό και ενάρετο.


Το θέμα μας όμως εδώ δεν είναι ο Αχιλλέας. Το θέμα μας είναι ο χαρακτήρας του Αχιλλέα και το πώς αντιλάμβανοταν την έννοια της φιλίας. Όταν λοιπόν, ο Αχιλλέας αποσύρθηκε από τη μάχη, λόγω της διαμάχης του με τον Αγαμέμνονα - ο Αγαμέμνονας με το έτσι θέλω του πήρε την Βρισηίδα – η μητέρα του η Θέτις παρακάλεσε τον Δία να τιμωρήσει τον Αγαμέμνονα, γιατί ατίμασε τον Αχιλλέα. Ο Ζευς έκανε πράξη το αίτημα της Θέτιδος. Έβαλε θάρρος στην ψυχή των Τρώων και οι Τρώες έτρεψαν σε φυγή τους Αχαιούς. Κανείς , ούτε ο Αίαντας ο Τελαμώνιος δεν μπορούσε να ανακόψει την ορμή των Τρώων. Τότε ο Πάτροκλος παρακάλεσε τον Αχιλλέα να του δανείσει τα όπλα του για να παραπλανηθούν οι Τρώες και να πιστέψουν ότι ο Αχιλλέας επέστρεψε στο πεδίο της μάχης. Ο Αχιλλέας εκάμφθη από τις παρακλήσεις του φίλου του και του έδωσε την περικεφαλαία, την ασπίδα και τα άλλα όπλα, που κατά την παράκληση της μητέρας του τα είχε φτιάξει ο Ήφαιστος. Οι Τρώες ξεγελάστηκαν και νόμισαν πως ο Αχιλλέας ξαναμπήκε στη μάχη. Γρήγορα όμως κατάλαβαν την πλάνη τους και ο Έκτορας σκοτώνει σε μονομαχία τον Πάτροκλο και του παίρνει τα όπλα.Με πολλές θυσίες οι έλληνες έγιναν κύριοι του νεκρού του πατρόκλου.Ο Αχιλλέας απαρηγόρητος ετίμησε τον Πάτροκλο  με αγώνες και θυσίες. Αποφασίζει όμως να τιμωρήσει τον Έκτορα. Η μητέρα του τον ικέτευσε να μην αποτολμήσει, γιατί γρήγορα μετά τον Έκτορα θα ακολουθήσει και ο δικός του ο θάνατος. Ο Αχιλλέας της απάντησε, στον τόπο ας πεθάνω αφού μου εμέλλετο βοηθός του φίλου μου να μην γίνω. Δεν τον ενδιαφέρει πλέον η ζωή του, τον ενδιαφέρει μόνο να πάρει εκδίκηση για τον χαμό του φίλου του Πάτροκλου.
Παραθέτουμε ολόκληρο το χωρίο από την Ιλιάδα, ραψωδία Σ, στ.78-137, μετάφραση Πολυλά

Κι είπε βαρυστενάζοντας ο θείος Αχιλλέας:
 «Μητέρα, ναι, τα ετέλεσεν, ως είπες, ο Κρονίδης.
αλλά πώς να το χαίρομαι; Μου εχάθη ο ποθητός μου
Πάτροκλος, ο υπεράκριβος, ο φίλος της καρδιάς μου.
Ο Έκτωρ μου τον έσφαξε και τ’ άρματα του επήρε
θαυμάσια, θεόρατα, που εδώκαν του Πηλέως
δώρον εξαίσιον οι θεοί σ’ εκείνην την ημέραν,
όταν εκείνοι σ’ έφεραν σ’ ανδρός θνητού την κλίνην.
Αυτού με τες αθάνατες θαλάσσιες να’χες μείνει,
εσύ και να είχεν ο Πηλεύς πάρει θνητήν γυναίκα.
Και αντίς πόνος αιώνιος θα θλίβει την ψυχήν σου
του πεθαμένου τέκνου σου, που δεν θα γύρει πλέον
στα γονικά να τον δεχθείς. διότι εγώ δεν θέλω
να ζήσω, μες στους ζωντανούς να είμ’, εάν ο Έκτωρ
πρώτος από την λόγχην μου δεν ξεψυχήσει εμπρός μου
και μου πληρώσει την σφαγήν του αγαπητού Πατρόκλου.».
Σ’ εκείνον τότε απάντησε δακρύζοντας η Θέτις:
«Και τότε ολιγοήμερος θα είσαι, αγαπητέ μου,
ότ’ ύστερ’ απ’ τον Έκτορα εγγύς σου είναι το τέλος.».
Με πόνον είπεν ο Αχιλλεύς: «Στον τόπο  ας πεθάνω
αφού μου εμέλλετο βοηθός του φίλου να μη γίνω
εις την σφαγήν του. Τώρα αυτός απ’ την πατρίδα πέρα
απέθανε, ζητώντας με στου ολέθρου του την ώραν.
Τώρα αφού δεν θα ξαναϊδώ την ποθητήν πατρίδα
ούδ’ έσωσα τον Πάτροκλον κι εκείνους τους συντρόφους
τους άλλους που απ’ του Έκτορος την λόγχην απεθάναν,
αλλά στες πρύμνες κάθομαι της γης χαμένο βάρος,
εγώ των άλλων Αχαιών στον πόλεμον ο πρώτος,
αν και στον λόγον από εμέ καλύτερ’ είναι και άλλοι.
Απ’ τους θεούς κι απ’ τους θνητούς να εχάνετο η διχόνοια,
και η χολή, που και άνθρωπον με γνώση εξαγριώνει,
που μες στα στήθη χύνεται γλυκιά και μελωμένη
και ως μαύρος έπειτα καπνός ξεσπά και μεγαλώνει,
καθώς εμένα εχόλωσεν ο μέγας Αγαμέμνων.
Αλλ’ ό,τι εγίνη αφήνομεν, αν και αδικημένοι,
και την ψυχήν στα στήθη μας δαμάζομ’ εξ ανάγκης.
και τώρα του Πατρόκλου μου θα φθάσω τον φονέα
τον Έκτορα. Και θα δεχθώ την μοίρα του θανάτου,
όταν οι αθάνατοι θεοί και ο Ζευς  μου την διορίσουν.
Ότι ουδ’ ο μέγας Ηρακλής εξέφυγε την μοίραν,
που ήταν υπεράκριβος υιός του υψίστου Δία.
Αλλά της Ήρας η οργή τον δάμασε και η μοίρα.
Και αν είναι τέτοια η μοίρα μου κι εγώ θενά ησυχάσω
όταν πεθάνω, αλλ’ όνομα λαμπρόν ας πάρω τώρα,
αν κάμω τες βαθύζωνες μητέρες εις την Τροίαν
ν’ αναστενάξουν θλιβερά και με τα δυο τους χέρια
εις τ’ απαλά τους μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζουν.
Και ότι αρκετά απ’ τον πόλεμον ησύχασ’ ας γνωρίσουν.
Μη με κρατείς, μητέρα μου, κι εγώ θα πολεμήσω.».
    Κι η ασημόποδη θεά του απάντησεν η Θέτις:
 «Παιδί μου, ομίλησες ορθά. Καλόν είναι τους φίλους
να βοηθάς, αν συμφορά κακή τους παραστέκει.
πλην τα καλά σου άρματα τώρα κρατούν οι Τρώες
τα χάλκινα τ’ αστραφτερά. Και ο λοφοσείστης Έκτωρ
επαίρεται που τα φορεί και δεν γνωρίζω πόσο
ολίγο ακόμη θα χαρεί. Κι είναι σιμά του η μοίρα.
Αλλά συ ακόμη μην εμπείς στου Άρη τον αγώνα,
ως να με ιδούν τα μάτια σου εδώ να γύρ’ οπίσω.
Κι αύριο τα χαράματα θα έλθω εδώ να φέρω
άρματ’ από τον Ήφαιστον θεοτικά πλασμένα.».

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.