Κυριακή, 28 04 2024

ΦΩΤΑ - ΟΛΟΦΩΤΑ

(Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)

Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψη, πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμα και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζη κατεπάν’ στον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμη βόλτες. Του κάκου. Μετ’ ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμη την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέση εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθή κολυμβών και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν, ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’ αρμενίζη τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγή, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάση με το χώμα της τόσους και τόσους.
Εκινδύνευε ν’ αποθάνη από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πενθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά, ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθή, ότι θα επιζήση το παιδίον, δια να ασφαλισθή η κληρονομία της προικός, προσεπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλη μικράν και μεγάλην παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.
Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωΐαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανή αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε, κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξη, και τότε ενόησε τι θα πή νάχη κανείς «δυό χαρές και τρείς τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφθανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτον ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος, μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήση αισίως... θήλυ.
Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο, μονήρες, το σπιτάκι και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.
Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της, δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε, τέτοιες μέρες, να κάμη ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος δύο τρείς ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικανδζούρια; Καλά να πάθη, γιατί δεν την άκουσε.
Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζόμενη όπισθεν από την Μπαλαλού, και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο, ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον, αντί να το προσεγγίζη εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπη τίποτε. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη, ότι ήθελε να κουβαλήση το έν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκύτταζε. Δεν επανήρχετο, ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.
Επλησίαζεν ήδη μεσημβρία, και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχη ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί, εις το άσπλαγχνον πέλαγος και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».
Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη... Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν... άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ώ! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρή τον πατέρα του! Κι αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!... Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε, πώς εγεννήθηκε πεθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;
Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάγχνων της, και το πέλαγος, ίλεων, δεν έπνιξεν τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, επείσθη, ότι ήτο καλός Χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφή εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Διά τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’ αγναντεύη από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.
Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.
Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς, και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και την εγέμισαν με χλιαρόν νερό βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.
Η καλή μαμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και άρχισε να λύη τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’ όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων. Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβη την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.
Η καλή μαμμή, αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνη και να αφαιρή τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμη άσπρα γένεια.
Έλαβε την «μασσά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν, και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνη το παιδίον σιδεροκέφαλον.
Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζη, ενώ η μάμμη εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζει άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι, κεφαλά μ’, πάππο μ’, χήνο μ’»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.
Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίη και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζε. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθη καιρός, ότε θα κολυμβάς εις το αρμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών».
Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθή το παιδίον, επειδή είχε συμβή να γεννηθή ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσε εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήση! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».
Είτα η Μπαλαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκαμισάκι και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλη με τα σπάργανα.
Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν, ότι επεθύμει να γίνη ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.
Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανή εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε τη γυναίκα του, την Δελχάρω και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το έν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές έφερεν υπό την μασχάλην, έν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα, επτά και οκτώ ετών, την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη, χαμογελών, χαίρων διά την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος από ευχάς και συγχαρητήρια.
Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρείς άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτριον τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.
Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγκρίνιαζαν κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμά. Το τρίτον, κλαυθμυρίζον, εζήτει βρύ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσκε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.
Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση, και εις την λεχώ «καλήν σαράντιση». Πρώτη ήπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.
Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίη εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρείς διαφόρους τόνους φωνής.
― Εβίβα, νύφη, με καλό να σαραντίσης... Και ό,τι είπα, παιδάκι μ’... αστοχιά στον λόγο μου!
Πρόλογος επιμέλεια-έρευνα:
Ζαφείρα Στεφάνου

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.