Σάββατο, 23 11 2024

Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΤΑΘΗΣ ΛΑΠΑΤΣΩΡΑΣ

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μελέτη και διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος αναπτύσσεται διεξοδικά το φαινόμενο της ληστοκρατίας στην Ελλάδα και στη συνέχεια εξετάζεται η ληστοκρατία στη Λοκρίδα από το 1850 έως και το 1936. Αναφέρονται, επίσης, οι γηγενείς ληστές, οι οποίοι κατάγονταν κυρίως από τα ορεινά χωριά της επαρχίας αυτής. Συναντάμε ληστές από την Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Κωνσταντίνο, την Άγναντη, την Αταλάντη, το Δαδί, τη Δρακοσπηλιά, το Δραχμάνι, τον Έξαρχο, το Ζέλι, τα Καραβίδια, το Κυπαρίσσι, το Μαρτίνο, το Μελιδόνι, τον Μώλο, τη Ντερνίτσα (Δερνίτσα), το Ρεγγίνι, το Ρετζέρι και το Σουλέμπεη. Αναφέρονται επίσης οι ληστρικές πράξεις που έλαβαν χώρα στην Αταλάντη και στα διάφορα χωριά της Λοκρίδας [(Αμφίκλεια, Ελάτεια, Ντερνίτσα (Τιθρόνιο), Μώλο, Ξυλικούς, Λάρυμνα, Μαρτίνο, Ρεγ-γίνιο, Μπέλεσι (Ανθοχώρι), Μεραλί (Προφήτης Ηλία), Μπεσκένι (Παρόρι), Ρετζέρι (Καλλίδρομο), Μάνεσι (Λευκοχώρι), Μενδενίτσα κ.λπ.]

Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται η ζωή και η ληστρική δράση του τρομερού ληστάρχου Στάθη Λαπατσώρα, ο οποίος έδρασε κυρίως κατά τη δεκαετία του 1920. Μεταξύ των αιμαλωτισθέντων για την καταβολή λὐτρων ήταν και ο δήμαρχος Ελατείας Πέτρος Λαπατσάνης που διετέλεσε και βουλευτής Λοκρίδας. Ανάμεσα στα θύματά του ήταν και δύο πολίτες, ο ένας από το Κυπαρίσσι Αταλάντης και ο άλλος από το Ρεγγίνι, τους οποίους, όχι απλώς εφόνευσε, αλλά κατακρεούργησε, με τη βοήθεια της ληστρικής συμμορίας που είχε οργανώσει και αποτελείτο από πέντε συνολικά συντρόφους. Ο λήσταρχος εφονεύθη τελικά στις 11 Δεκεμβρίου 1926 από τα αποσπάσματα Χωροφυλακής στη θέση «Τραγόγκρεκο» Εξάρχου.

Πιο κάτω καταχωρούμε ένα απόσπασμα από τα αρκετά που αναφέρονται στο Μαρτίνο. Ένας υπαξιωματικός του στρατού που συμμετείχε σε λόχο καταδίωξης των ληστών στη Λοκρίδα πίστευε ότι θα συναντούσε μια δεύτερη Κηφισιά, όμως στην πραγματικότητα ήρθε αντιμέτωπος με τις καταστροφικές συνέπειες της ληστείας και με τον φόβο των τοπικών κατοίκων, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά δύσπιστοι να ανοίξουν ακόμα και την πόρτα του σπιτιού τους και να προσφέρουν φιλοξενία στους στρατιώτες, πόσο δε μάλλον οι νεαρές Μαρτιναίισες να προσφέρουν νερό σε έναν άγνωστο. Ο υπαξιωματικός αυτός περιγράφει την πιο κάτω σκηνή που διαδραματίσθηκε πλησιάζοντας το Μαρτίνο: « ... καὶ τὸ ἑσπέρας, ὅταν ἐφάνη τὸ Μαρτίνι, ὅπου ἔπρεπε νὰ μᾶς δώσουν κονάκια, ἐγὼ πρῶτος ἔτρεξα εἰς τὰ κάτω ἀπὸ τὸν λόφον φρέατα νὰ σβύσω τὴν δίψαν μου, ζητῶν ὕδωρ ἀπὸ τὰς κόρας τοῦ χωρίου, αἱ ὁποῖαι ἐκείνην τὴν ὥραν ἤντλουν τὸ χρειαζόμενον εἰς τὰς οἰκογενείας των καὶ ἐπότιζον ἡ κάθε μία τὰ ζῶα της. [...] Ἐκεῖναι, ὅταν μὲ εἶδον μακρόθεν ἀκόμη τρέχοντα εἰς τὸ φρέαρ, εἴτε ἀγνοοῦσαι τὸν σκοπόν μου καὶ φοβηθῆσαι, εἴτε ἐννοοῦσαι καὶ δυστροποῦσαι, ἄλλη εἰς τὸ μουλάρι ἀνέβη νὰ φύγῃ, ἄλλη ὀπίσω ἀπὸ τὸ ζωντόβολον ἤ τὸ βόδι ἐκρύφθη, ἄλλη εἰς τὸ ἀπέραντον ξύλον ἡτοιμάσθη νὰ ἀναβῇ, τὸ ὁποῖον ἐκράτει εἰς τὴν μύτην του τὸν κάδον ἀλλά καὶ ὁ κάδος αὐτὸς εἶχε γίνει ἄφαντος. Τελικά, με την άφιξη στο σημείο εκείνο του Μπάρμπα Τζούγκα, που ακολουθούσε τον λόχο ως ιχνηλάτης, το σκηνικό άλλαξε. Καθώς αυτός γνώριζε τα αρβανίτικα μίλησε με τα κορίτσια στη γλώσσα τους, και ανέφερε περί τίνος επρόκειτο. Τα κορίτσια άλλαξαν αμέσως τη συμπεροφορά τους και ο συγγραφέας συνεχίζει: «Εἶδον τὰς κόρας νὰ καταβῶσιν ἔπειτα μία μία ἀπὸ τὰ ξύλα καὶ τὰ μουλάρια, καὶ νὰ ἐξέλθωσιν ἀπὸ τὰ ὄπισθεν τῶν ζώων. Ἐπλησίασαν εἰς τὰ φρέατα καὶ μὲ μεγάλην προθυμίαν μᾶς ἔδωσαν εἰς ὅλους νὰ πίωμεν, ἡ μία ἀπὸ κάδον, ἡ ἄλλη ἀπὸ ἀσκὸν, ἡ τρίτη ἀπὸ τὴν στάμνα της.»

ΕΚΔΟΣΕΙΣ HVNT THΛ.2102921901 / 6932290265

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.