Φύγαμε από το Μαρτίνο με
φιλοδοξίες, ανταγωνισμούς και με πίστη ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Σήμερα στα
50 μας αφού συμβιβαστήκαμε και ενσωματωθήκαμε με το σύστημα ενωθήκαμε και
αναπολούμε την παιδική μας ηλικία που η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε πως
καταφέραμε να επιβιώσουμε.
Ήμαστε μια γενιά σε
αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε
δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να
ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να
κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω,
είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε με
αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια τρία άτομα σε
ένα τρίκυκλο και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης».
Ανεβαίναμε στα πατίνια
χωρίς κράνη προστατευτικά, κάναμε ωτο - στοπ.
Ακόμα και τα παιχνίδια
μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να
κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι
είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν
έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Σπάγαμε τα κόκαλα και τα
δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους».
Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα.
Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά
ράμματα. Είχαμε καυγάδες και
κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλο και μάθαμε να το ξεπερνάμε.
Τρώγαμε γλυκά και
πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν
λίγο χοντρός (δεν του πήγαινε να ήταν αδύνατος) και αυτό ήταν όλο.
Μοιραζόμασταν μπουκάλια, νερό αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανείς μας δεν
έπαθε τίποτα. Δεν είχαμε Playstasions, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Internet. Εμείς είχαμε
φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε
τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε
κυνηγητό, κρυφτό, τσιλίκα… μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα
μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι
εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε
σαύρες και πουλιά με σφεντόνες στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν
υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν.
Θεέ μου! Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας
μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το!
Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό
αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πως τα καταφέραμε;
Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να
συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι
δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν
υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη! Κάναμε διακοπές τρείς μήνες
τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα
με δείκτη προστασίας 30. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και
ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για
να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room.
Τέλος είχαμε ελευθερία,
αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.
Α.Κ. ΚΟΥΡΟΣ
Θ.Γ. ΚΑΡΑΜΕΡΗΣ
Γ.Δ. ΔΗΜΑΚΗΣ