Τετάρτη, 04 12 2024

Παραδοσιακά έθιμα γάμου στο Μαρτίνο Λοκρίδας

Στην ανθρώπινη ζωή τρεις είναι οι μεγάλοι σταθμοί. Γέννηση, γάμος, θάνατος. Κι οι τρεις επηρεάζουν το βασικό κύτταρο της οργανωμένης κοινωνίας, την οικογένεια. Η μικροκοινωνία αυτή, η οικογένεια, από τα πανάρχαια χρόνια προσπάθησε να προστατέψει και να σταθεί αρωγός στα μέλη της και στους τρεις αυτούς σταθμούς της ζωής τους.
Η γέννηση, ο γάμος και ο θάνατος προκαλούσαν φυσικό δέος, γιατί πίστευαν ότι τα πάντα ρυθμίζονται και κατευθύνονται από θεϊκές και υπερφυσικές δυνάμεις.
Η στοργή για το νεογέννητο, η έγνοια για το νέο αντρόγυνο, η ανησυχια για την μεταθανάτια τύχη του νεκρού, δημιούργησαν σ' όλους τους λαούς, ήθη, έθιμα και τελετουργίες που απέβλεπαν στον εξορκισμό των κακών δυνάμεων και στον εξευμενισμό των καλων.
Η λαογραφία καταγράφει και ερμηνεύει τις πατροπαράδοτες αυτές συνήθειες. Μέσα από αυτή την καταγραφή μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που τις επηρέασαν, να βρει τις ρίζες του λαού και να διαπιστώσει τη συνέχειά του στη διάρκεια των αιώνιων.
Εδώ θα σταθούμε στα έθιμα του γάμου της μικρής μας κοινωνίας, του Μαρτίνου Λοκρίδας, έτσι όπως τα γνωρίσαμε εμείς οι ίδιοι, αλλά και όπως έφτασαν σ' εμάς από μαρτυρίες των γεροντότερων.
Ο γάμος τότε ήταν γεγονός που απασχολούσε όχι μόνο τη μητρική οικογένεια, τους συγγενείς, τους φίλους, την εκκλησία, αλλά και ολόκληρο το χωριό. Με τελετουργίες συμβολικές, που κρύβουν πανάρχαιες δοξασίες, όλοι στήριζαν το ξεκίνημα της νέας οικογένειας. Τα παλιά χρόνια και σχεδόν μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο -οι πόλεμοι είναι και αιτίες και αποτέλεσμα κοινωνικών αλλαγών- ο γάμος γινόταν με συνοικέσιο, εκτός από τις περιπτώσεις που είχε γίνει εκούσια ή ακούσια απαγωγή της νύφης.
Το προξενιό το ξεκινούσε κάποιος συγγενής ή φίλος αλλά οι "συμφωνίες" γίνονταν από τους γονείς. Στην εκλογή της νύφης ή του γαμπρού βασικό ρόλο έπαιζε το καλό σόι, η περιουσία και η υγεία. Το κορίτσι έπρεπε να είναι πρώτ' απ' όλα ηθικό και να μην έχει "ακουστεί". Το ιδανικό της εποχής; Μελαχρινή, γαϊτανοφρύδα, δυνατή και παχουλή! Κι όλα αυτά για ν' αντέχει σης σκληρές αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες και να γεννά πολλά και γερά παιδιά. Όσο για τις ξανθές, γαλανομάτες, συλφίδες, αυτές κινδύνευαν να μείνουν στο "ράφι" εκτός αν ο δυστυχής πατέρας χρύσωνε το γαμπρό. Το "παιδί" (ο γαμπρός) (παιδί ήταν μόνο γιος, "έχω δυο παιδιά κι ένα κορίτσι"' έλεγαν) το παιδί λοιπόν αρκούσε να ήταν γερό κι εργατικό.
Όταν είχαν συμφωνηθεί όλα, προίκα και προικιά, "πίνανε κρασί" και αναγγέλανε τον αρραβώνα με τουφεκιές. Η ερώτηση "κου ρα ντουφέκι" ,πού έπεσε το ντουφέκι; ήταν στα χείλη όλων. Όταν μαθευόταν "που" έσπευδαν για τα καλορίζικα και το κέρασμα. Την ίδια μέρα γινόταν η συνάντηση της νύφης με το γαμπρό.
Ήταν ο ανεπίσημος αρραβώνας. Ο επίσημος ακολουθούσε λίγες μέρες αργότερα. Ανταλλάσσανε δώρα και “περνούσαν δαχτυλίδια". Το γλέντι του αρραβώνα, φαΐ, κρασί και χορός γινόταν πάντα στο σπίτι της νύφης. Τα πολύ παλιά χρόνια, όπως μαρτυρούσαν οι γιαγιάδες μας, οι σχέσεις των δύο μνηστευμένων δεν είχαν καμιά οικειότητα.
Οι συναντήσεις τους γίνονταν πάντα παρουσία οικείων και στις εξόδους τους σε γιορτές και πανηγύρια ακολουθούσε το συγγενολόι. Πολύ αργότερα στο πρόσφατο παρελθόν οι μελλόνυμφοι μπορούσαν να γνωριστούν καλύτερα. Η διάρκεια του αρραβώνα εξαρτιόταν από τον χρόνο που απαιτούσαν οι προετοιμασίες των προικιών μα και της προίκας. Προικοσύμφωνα δεν υπογράφανε στο Μαρτίνο. Ο "λόγος" ήταν συμβόλαιο και κανένας δεν τον παρέβαινε γιατί οι συνέπειες ήταν βαρύτατες. Διάλυση του αρραβώνα σήμαινε προσβολή για την οικογένεια της κόρης και οι πιθανότητες αποκατάστασής της ελάχιστες. Είναι γνωστές οι "βεντέτες" που ακολούθησαν διάλυση αρραβώνα στο Μαρτίνο και κόντευαν να ξεκληρίσουν οικογένειες.
Η ημερομηνία του γάμου οριζόταν από τις δύο οικογένειες. Μια εβδομάδα πριν την ημέρα του γάμου άρχιζε η διαδικασία που ακολουθούσε ένα αυστηρό τυπικό, διαμορφωμένο στη διάρκεια αιώνων κι επηρεασμένο από πανάρχαια έθιμα, προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο κουμπάρος, που ήταν συνήθως ο νονός του γαμπρού, ακολουθούσε ο βλάμης, συνομήλικος κι αδελφοποιητός του γαμπρού που του παραστεκότανε καθ' όλη την εβδομάδα, (βλάμης = βλα (αρβανίτικα)= αδελφός). Παλιά οι "βλάμηδες" ήταν τριάντα εννιά και μια κοπέλα, σαράντα σύνολο.
Οι όρκοι ανταλλάσσονταν παρουσία ιερωμένου. Οι όρκοι ιεροί και απαραβίαστοι. Η βλάμισσα ήταν αδελφή, την προστατεύανε, αλλά απαγορευόταν να παντρευτεί έναν από τους βλάμηδες.
Τη Δευτέρα ο γαμπρός με το βλάμη πήγαιναν στο μύλο το σιτάρι και με το αλεύρι ζύμωναν τις "πί(έ)τες" και τα ψωμιά του γάμου. Στη συνέχεια πήγαιναν για ξύλα με τα οποία ψήνανε τα ψωμιά, τις πί(έ)τες και τα φαγητά. Οι φωτιές ανάβανε μόνο μ' αυτά τα ξύλα. Συμβολίζανε τη νέα "οικογενειακή εστία" και δείχνανε όη ο νέος ήταν πλέον ικανός μόνος του να τροφοδοτεί την εστία του. Την ίδια μέρα στο σπίτι της νύφης ξεκινούσε το πλύσιμο, το σιδέρωμα των προικιών.
Την Τριτη ψήνανε τα στραγάλια που μαζί με σταφίδες θα μοιράζανε στους καλεσμένους αλλά και σ' αυτούς που κάνανε "σεργιάνι" (στους θεατές).
Την Τετάρτη πιάνανε τα προζύμια για τις πί(έ)τες ή κουλιάτσες (κουλούρες). Αυτές ψήνονταν σε ταψί Τις ζύμωναν και τις κεντούσαν γυναίκες πρωτοστεφάνωτες.
Όσο το ζυμάρι ήταν ακόμα μαλακό σχημάτιζαν με τα κεντηστάρια ανάγλυφα σχήματα συμβολικά περιστέρια, το δέντρο της ζωής και άλλα. Μετά το ψήσιμο τις άλειφαν με μέλι, τις πασπάλιζαν με σουσάμι και τις στόλιζαν με λουλούδια.
Η πί(έ)τα μαζί με το βασιλικό και το κρασί ήταν απαραίτητα στο κάλεσμα του κουμπάρου, της νύφης και των πεθερικών ενώ γιο. τους άλλους συγγενείς και φίλους αρκουσε ένα κλωνί βασιλικός και το κρασί. Τρεις πί(έ)τες τις πήγαιναν στην εκκλησιά για τη στέψη,η κι από εκεί έπαιρνε ο ιερέας τον άρτο για τη θεία Κοινωνία. Το κάλεσμα του κουμπάρου έκανε ο γαμπρός την Πέμπτη, ενώ τρεις από τους στενότερους συγγενείς, αδέλφια ή πρωτοθείοι πήγαιναν στο σπίτι της νύφης κι έδιναν το επίσημο κάλεσμα για την Κυριακή. Οι γονείς της κι η ίδια τους πρόσφεραν δώρα. Ακολουθούσε το κάλεσμα συγγενών και φίλων κι από τις δυο πλευρές. Την ίδια μέρα στο σπίτι της νύφης στηνόταν ο "γιούκος" με τα προικιά. Μαζεύονταν οι φίλες και οι νέες του χωριού, ποτέ χήρες ή πενθοφορούσες, και με τραγούδια τακτοποιούσαν τα κεντητά σεντόνια και τις ονομαστές μαρτιναίικες υφαντές κουβέρτες, "εξωμίταρα, κουφωτά, καθιστά", έτσι που να φαίνεται η ομορφιά τους ενώ στην κασέλα (σεντούκι) έμπαιναν τα λεπτοδουλεμένα εργόχειρα και τα "πουκάμισα" (εσώρουχα). Ρένανε το γιούκο και τις κασέλες με άνθη και ρύζι και κάθε επισκέπτης που θα ερχόταν να θαυμάσει τα προικιά καρφίτσωνε στο γιούκο χαρτονόμισμα ή έριχναν ασημένια στην κασέλα.
Την Παρασκευή συνεχίζονταν οι προετοιμασίες. Το Σάββατο στου γαμπρού σφάζανε αρνιά και κατσίκια για το γαμήλιο γεύμα μετά τη στέψη. Και ξημέρωνε η μεγάλη μέρα η Κυριακή. Οι γάμοι γίνονταν πάντα Κυριακή και πολλές φορές στο σπίτι.
Πρωί - πρωί οι φίλοι κι ο βλάμης ξυρίζανε το γαμπρό. Τον ντύνανε με την ολόλευκη φουστανέλα, το μαύρο κεντητό γιλέκο, το λευκό φαρδομάνικο πουκάμισο και τη μαύρη "ξούλια" (σκούφο) και τ' ασημένια "κορδόνια" (κόσμημα που φοριόταν στο στήθος). Τα όργανα μπροστά, ο γαμπρός, συγγενείς και φίλοι με τις πέτες και το κρασί πήγαιναν κι έπαιρναν τον κουμπάρο. Στη συνέχεια η πομπή κατευθυνόταν προς το σπίτι της νύφης. Μπροστά πήγαιναν νεαρά αγόρια και κορίτσια με τη φορεσιά τη νυφιάτικη και τα δώρα. Η φορεσιά ήταν αριστούργημα χειροτεχνίας και κάθε κομμάτι της και κάθε κέντημα συμβόλιζε κάτι. Πουκάμισο και μεσοφόρι λευκά με λευκό κέντημα στον ποδόγυρο. Άνθη, στάχυα και κλήματα συμβόλιζαν τα γεννήματα της γης και την ευφορία. Πεσιλί και ποδιά από κόκκινο ή σκούρο θαλασσί βελούδο κεντημένο με λουλούδια και πουλιά και χρυσές τρέσες και δαντέλες. Λευκή τραχλιά και λευκό μαντήλι. Λευκά "τσουράπια" (κάλτσες) και μαύρα χαμηλοτάκουνα παπούτσια. Πολύ-πολύ παλιά τα παπούτσια ήταν κόκκινες "πίγκες" (κόκκινα λεπτοκαμωμένα τσαρουχάκια). Ένα γιορντάνι ή κορδόνι κόσμημα δώρο των πεθερικών συμπληρώνανε τη νυφιάτικη φορεσιά. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι εμείς οι Μαρτιναίες φυλάμε αυτές τις φορεσιές όσες είχαμε την τυχη να τις βρούμε από τις γιαγιάδες μας, σαν πολύτιμη κληρονομιά, είναι μοναδικές και πανέμορφες.
Ακολουθούσε το φλάμπουρο, τώρα οι μουσικοι είχαν πάρει θέση πίσω οπό το φλάμπουρο. ο γαμπρός ανάμεσα στο βλάμη και τον κουμπάρο και τέλος όλοι οι συγγενείς και οι καλεσμένοι κρατώντας δώρα, πέτες και κρασί. Οι γονείς του γαμπρού έμεναν στο σπίτι. Στην αυλή της νύφης τους υποδεχόταν με τραγούδια και μ' ένα ποτήρι κρασί ο καθένας στο χέρι. Το γαμπρό, τον κουμπάρο και το βλάμη τους περνούσαν μέσα στο σπίτι. Εκείνοι παραδίνανε τη φορεσιά και τα κοσμήματα για να στολίσουν τη νύφη. Οι φίλες της τη ντύνανε τραγουδώντας τα νυφιάτικα τραγούδια. Τέλος φωνάζανε το βλάμη να της φορέσει τις κάλτσες και τα παπούτσια. Πράξη συμβολική, όπου συμπορευότανε στη ζωή του αδελφοποιητού, το βλάμη θα παράστεκε και τη γυναίκα του τη βλάμισσα.
Πανέτοιμη πλέον την οδηγούσε ο βλάμης δίπλα στο γιούκο. Εδώ η νύφη μοίραζε τα "μαντηλώματα". Δώρα της προς το γαμπρό, τα πεθερικά, τον κουμπάρο, το βλάμη και όλους τους συγγενείς του γαμπρού. Πουκαμισα, κουβέρτες υφαντές, προσόψια, ύφασμα για μπόλκα ή φόρεμα, σάκες (υφαντές σχολικές τσάντες). Τα μαντηλώματα τα ρίχνανε στον ώμο και τα κρατάγανε επάνω τους σ' όλη τη διάρκεια του χορού, της στέψης και της επιστροφής στο σπίτι.
Μόλις τελείωνε το μαντήλωμα ο κουμπάρος πλήρωνε το μικρό αγόρι που ήταν ανεβασμένο στο γιούκο κι έδινε εντολή να φορτωθούν τα προικιά για το σπίτι του γαμπρού. Πρώτα - πρώτα πετούσαν τα μαξιλάρια επάνω στα κεραμίδια του πατρικού σπιτιού κι έπειτα ένα - ένα κομμάτι τα φορτώνανε στ' άλογα ή σε άμαξα. Το μαξιλάρι στη σκεπή ασφαλώς κάτι θα συμβόλιζε, κανένας όμως απ' όσους ρωτήθηκαν δεν ήξερε να μας ιστορίσει το συμβολισμό.
Οι χωριανές που από το πρωί είχαν πιάσει θέση γύρω - γύρω στην αυλή θαυμάζανε, σχολιάζανε και αντιγράφανε ό,τι τους άρεσε απ' τα προικιά. Όταν είχε τελειώσει το φόρτωμα οδηγούσε ο γαμπρός τη νύφη έξω στο χορό. Βγαίνοντας εκείνη γύριζε και προσκυνούσε τρεις φορές την πόρτα του πατρικού της βρέχοντάς τη με δάκρυα. Ο χορός στηνόταν από τους συγγενείς της νύφης κι όταν είχε χορέψει κι ο τελευταίος ξεκινούσαν γιο την εκκλησιά. Μπροστά το φλάμπουρο, έπειτα νέοι και νέες με πέτες και τα δώρα, τα όργανα, οι μελλόνυμφοι ανάμεσα στον κουμπάρο και το βλάμη, οι γονείς κι όλο το συγγενολόι.
Την πομπή ρένανε οι συγχωριανοί με ρύζι και λουλούδια όταν περνούσε μπροστά από την πόρτα τους.
Η στέψη ακολουθούσε το τυπικό.
Μετά τη στέψη η πομπή με την ίδια σειρά έφτανε στο σπίτι του γαμπρού. 
Στην πόρτα τους υποδέχονταν οι γονείς του. Έδιναν στη νύφη να πάρει στην αγκαλιά της ένα μικρό αγόρι, για να ειναι το πρώτο της παιδί αγόρι. Μετά έδιναν από μια κουταλιά μέλι με καρύδια στους νιόπαντρους, στον κουμπάρο και στο βλάμη και στη συνέχεια έσπαζαν το ρόδι. Τέλος τυλίγοντάς τους με μιαν άσπρη εσάρπα ή ζωνάρι τους περνούσαν μέσα.
Έξω στην αυλή είχαν στρωθεί τραπέζια φορτωμένα με μεζέδες, πίτες και κρασί ενώ γύρω - γύρω στέκονταν οι θεατές, το σεργιάνι. Σε λίγο έβγαιναν όλοι από το σπίτι και στηνόταν ο χορός. Τώρα χόρευε μόνο το σόι του γαμπρού με σειρά αυστηρά καθορισμένη. Πρώτα ο κουμπάρος, ο πεθερός, η πεθερά, αδέλφια και ηρωτοθείοι και ακολουθούσαν συγγενείς και φίλοι. Οι γεροντότεροι και κάποια σεβάσμια πρόσωπα (ιερέας, δάσκαλοι, πρόεδρος) έμεναν καθισμένοι στο τραπέζι τρωγοπίνοντας, ενώ κάποιος θα έφερνε γϋρω στην αυλή κερνώντας κρασί, στραγάλια και σταφίδες, τους θεατές. Κουφέτα ήταν μάλλον σπάνια. Οι συγγενείς της νύφης δεν έμεναν, αποχωρούσαν και συνέχιζαν το γλέντι στο πατρικό της.
Ο γιούκος με τα προικιά είχε ξαναστηθεί στο νέο σπιτικό και η νυφη, όταν πλέον ο χορός έξω είχε σταματήσει, έπρεπε να σταθεί δίπλα στο γιούκο ακουμπώντας στον τοίχο όπου είχε κρεμαστεί σαν "πανό" ένα ωραίο σεντόνι. Εκεί δεχόταν τα καλορίζικα που πολλές φορές κρατούσαν μέχρι πρωίας. Αυτό το έλεγαν "παστούα" παραφθορά μάλλον της "παστάδας". Επειδή η ταλαίπωρη στεκόταν ώρες και ώρες πολλές φορές έγερνε το κεφάλι της μισοκοιμισμένη. Έχει μείνει παροιμιώδης η έκφραση για τους μισοκοιμισμένους ''Φάλεκ οι νούσε ν' παστούα" (προσκυνά σα νύφη στην παστάδα). Το γλέντι κρατούσε μέχρι το πρωί και μόλις τότε οι νεόνυμφοι αποσύρονταν.
Τη Δευτέρα ο γαμπρός έπρεπε να δείξει στα γονικά του το πουκάμισο της νύφης ματωμένο. Αν το πουκάμισο δεν μάτωνε το "πανωπροίκι" αποκαθιστούσε την "τιμή" κι η δύστυχη γυναίκα αντιμετώπιζε την περιφρόνηση του άντρα της, των πεθερικών της, αλλά και της μητρικής οικογένειας. Την ίδια μέρα -Δευτέρα- η νέα γυναίκα πήγαινε στη βρύση να πάρει νερό, να ποτίσει τα "ζα" (όλα τα κατοικίδια που είχαν όλα τα αγροτόσπιτα), ν' ανάψει τη φωτιά για το μαγείρεμα.
Με δυο λόγια ήταν η καινούργια "σκλάβα". Η πεθερά της ευχαρίστως παραχωρούοε το μέχρι τώρα ρόλο της. Την Κυριακή που ακολουθούσε πήγαινε στην εκκλησία συνοδευόμενη από την πεθερά της κρατώντας τη νυφιάτικη λαμπάδα και φορώντας το "δευτεραίο" το φόρεμα δηλαδή που φορούσε μετά το νυφικό της. Το μεσημέρι οι νιόπαντροι συνοδευόμενοι από τον κουμπάρο και το βλάμη πήγαιναν στο πατρικό της, όπου οι γονείς της τους παρέθεταν γεύμα.
Έτσι έκλεινε ο κυκλος των γαμήλιων εθίμων του Μαρτίνου, που με μικρές παραλλαγές ήταν κι έθιμα της ευρυτερης περιοχής. Σ’ όλη αυτή την τελετουργία βλέπουμε με πόση φροντιδα περιβάλλονταν το νέο ζευγάρι στο ξεκίνημά του. Τηρούσαν λοιπόν με θρησκευτική ευλάβεια πανάρχαια έθιμα και πίστευαν ότι έτσι στεριώνει το νέο σπιτικό το κύτταρο αυτό της μικρής τους κοινωνίας. Σήμερα δυστυχώς ελάχιστα από αυτά τα έθιμα τηρούνται. Ο γάμος τελείται με ξένα αστικά πρότυπα. Έχει χάσει την ομορφιά και τη γραφικότητα και για μας που ζήσαμε τους τελευταίους παραδοσιακούς γάμους στο χωριό μας, όλ' αυτά είναι μια ωραία ανάμνηση αλλά και αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς μας.
Έθιμα που έμειναν αναλλοίωτα για αιώνες κι έδειχναν τη συνέχεια και τη συνεχή παρουσία του γηγενούς στοιχείου σε τούτον εδώ τον τόπο, έχουν τα τελευταία χρόνια εκλείψει. Λίγο ο στείρος μιμητισμός της "νεοαστικής" (διαβ. νεόπλουτων) τάξης των "ευρωπαϊκών" τρόπων, λίγο η προβολή τρόπου ζωής δήθεν λαμπερής, αλλά κυρίως η έλλειψη πραγματικά ελληνικής παιδείας σε λίγες δεκαετίες θα έχουν καταφέρει να μας αφαιρέσουν την ταυτότητά μας. Η ταυτότητα ενός λαού δεν εξαρτάται από το τι γράφει το χαρτί αλλά από αυτό που είναι γραμμένο στην ψυχή του. Είναι ο πολιτισμός του, η γλώσσα του, τα έθιμά του, η γνώση από πού έρχεται και πού πάει.
Μπορεί σε τούτη τη γη την Ελληνική να ήρθαν και να ρίζωσαν κατά καιρούς κι άλλες ράτσες. Η δύναμη του Ελληνισμού τους ενσωμάτωσε, τους μπόλιασε και τους έκανε κλαδιά του ίδιου δέντρου.
Αυτό ας φανεί απλά από τους στίχους της Ιλιάδος, ραψωδία Σ' στιχ. 490-496 (ασπίδα Αχίλλέως)
"έφτιαξε πάνω της και δυο πολιτείες θνητών ανθρώπων όμορφες. Στη μια γίνονταν γάμοι και γλέντια και οδηγούσαν τις νύφες από τα σπίτια τους με αναμμένες λαμπάδες μέσα από την πολιτεία και πολλά νυφιάτικα τραγούδια ακούγονταν. Νέοι χορευτές στριφογύριζαν, κι ανάμεσά τους αυλοί και κιθάρες αντηχούσαν. Οι γυναίκες στέκονταν και θαύμαζαν, κάβε μια μπροστά στην πόρτα της".
Ο Ομηρικός γάμος κι ο παραδοσιακός Μαρτιναίικος σε τι διαφέρουν; Τρεις χιλιάδες χρόνια τα ήθη και τα έθιμά μας μάς κράτησαν ορθούς. Ας τα φυλάξουμε για να έχουμε την ταυτότητά μας την Ελληνική που τύχη αγαθή μας χάρισε, Αλλη επιλογή δεν έχουμε, ας το καταλάβουμε...
 
Zαφείρα Στεφάνου
 
Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Απόπλους” περιοδική έκδοση του Μουσικού Πολιτιστικού Συλλόγου “Χορωδία Αταλάντης” τεύχος 33 Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2008.

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.