Σάββατο, 23 11 2024

Ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή

 

Του Κυριάκου Π. Δεληγιάννη, φιλόλογου

Ποιος δεν άκουσε την ιστορία εκείνου που σκότωσε τον πατέρα του, παντρεύτηκε τη μητέρα του, έκανε μαζί της παιδιά και.. .και.. .και δε θέλησε να την ξανακούσει;
Η Θήβα είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας. Πότε χτίστηκε και από ποιον, κανένας δεν μπορεί να πει. Η ιστορία χάνεται μέσα στη σκοτεινή ανεξερεύνητη περιοχή του μύθου.
Ένας μύθος, λοιπόν, μας λέει πως ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Θήβας ήταν ο Κάδμος, γιος του Αγήνορα, βασιλιά της Φοινίκης. Γιος του Κάδμου ήταν ο Πολύδωρος κι αυτουνού γιος ο Λάβδακος που διαδέχτηκε τον Πολύδωρο στο θρόνο. Και του Λάβδακου γιος ήταν ο Λάιος.
Κάποτε ο Λάιος είχε επισκεφτεί τον Πέλοπα, βασιλιά της Πίσας, στην Πελοπόννησο. Φιλόξενος ο Πέλοπας περιποιήθηκε κι ευχαρίστησε όσο μπορούσε πιο καλά τον υψηλό φιλοξενούμενό του. Κι ο Λάιος ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που δεν του 'κανε καρδιά να φύγει. Έμεινε στο παλάτι του Πέλοπα πολύν καιρό και χαιρόταν την πλούσια φιλοξενία του φίλου του. Κάποτε όμως έπρεπε να φύγει. Και για να «θυμάται» τη φιλοξενία του Πέλοπα, του άρπαξε ένα πολύ πολύτιμο δώρο, το μικρό του γιο το Χρύσιππο, ο αθεόφοβος, και τον πήγε στη Θήβα. Πήγε να σκάσει απ' το κακό του ο Πέλοπας. Καταδίωξε τον απαγωγέα του γιου του, μα ήταν αργά, δεν μπόρεσε να τον προφτάσει. Οργίστηκε, πόνεσε, έκλαψε. Του κάκου! Δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα.
Αγαναχτισμένος για την ανίερη πράξη του Λάιου και μη μπορώντας να συγκρατήσει τον πόνο και την οργή του, έβγαλε απ' τα βάθη της ψυχής του μια βαριά κατάρα: αν καμιά φορά παντρευτεί ο Λάιος και αποκτήσει γιο, απ' τον ίδιο το γιο του να θανατωθεί. Κι η κατάρα του έπιασε, όπως θα δούμε παρακάτω. Πάντα πιάνει η κατάρα τους αγνώμονες, τους αχάριστους, τους κακούς, τους άδικους, τους εγκληματίες.
Για πράξεις ασέβειας και ατιμίας, που προσβάλλουν τους νόμους και τις συνήθειες που καθιέρωσε η κοινή συνείδηση και η κοινωνική αγωγή, ο Ελληνικός λαός συνηθίζει να αποφαίνεται με τα εξής γνωμικά λόγια:
Τίποτα δε μένει απλήρωτο και ανανταπόδοτο σ' αυτό τον κόσμο.- και το καλό πληρώνεται και το κακό. Ας μη νομίσει κανείς πως για το κακό που έκανε θα έμενε ατιμώρητος. Ο θεός αργεί μα δε λησμονεί
Στη διαμόρφωση της αντίληψης αυτής του λαού μας για ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς οπωσδήποτε μεγάλη επίδραση άσκησε η ιδέα του προπατορικού αμαρτήματος. «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» είναι λόγος αποφθεγματικός, ζωντανός στα χείλη του απλού ανθρώπου, έτσι όπως τον ακούσατε στην αρχική του μορφή. Γνωρίζουμε βέβαια πως η ιδέα του προπατορικού αμαρτήματος έχει ιουδαϊκή προέλευση και διαπνέει τη "Χριστιανική σκέψη,- αλλά και στον ηθικό κώδικα των αρχαίων Ελλήνων μια παρόμοια ιδέα είχε μεγάλη θέση.
Μπορούσε, άραγε, να σκεφτεί ο Λάιος, πριν αποφασίσει να απαγάγει το Χρύσιππο, πως διέπραττε εγκληματική πράξη που θα επέσυρε την οργή θεών και ανθρώπων και θα 'μενε ανεξάγνιστη γενεές ολόκληρες, έτσι που να υφίστανται τα χτυπήματα της ανελέητης εκδικητικής μανίας και τα παιδιά του και τα εγγόνια του;...
Αλλά ας παρακολουθήσουμε το μύθο στην πορεία της εξέλιξής του. Είπαμε ότι ο Λάιος ήταν γιος του Λάβδακου που έδωσε το όνομά του στο βασιλικό οίκο της Θήβας:
Λαβδάκηδες. Ύστερα από καιρό, μετά την επιστροφή του στη Θήβα, ο Λάιος παντρεύτηκε μιαν αρχοντοπούλα Θηβαία, την Ιοκάστη, θυγατέρα του Μενοικέα. Έζησαν ευτυχισμένα για πολλά χρόνια γιατί τίποτε δεν είχε γίνει για να διαταράξει την ησυχία τους. Βασιλιάς πια ο Λάιος, μετά το θάνατο του πατέρα του, ζούσε και καλοζούσε πραγματικά βασιλικά. Κάποια μέρα, όμως, μια ανησυχία μπήκε μεσ' στην ψυχή της γυναίκας του: τέκνο δεν έφερναν στον κόσμο!
Τι να 'φταιγε άραγε; Ποια να ήταν η αιτία; Η σκέψη και η συλλογή έδερναν άντρα και γυναίκα. Ποιος θα μπορούσε να τους δώσει μιαν εξήγηση;
Ποιος άλλος από το θεό των Δελφών θα μπορούσε να τους πει κάτι; Παίρνει την απόφαση ο Λάιος και βγαίνει στο δρόμο και τραβάει για τους Δελφούς, όπου ήταν το Μαντείο του Απόλλωνα, για να μάθει το λόγο της ατεκνίας του και τι θ' απογίνει. Εκείνο τον καιρό, όπως ξέρετε, οι άνθρωποι ήταν απλοί και θεοφοβούμενοι, ακόμα και οι βασιλιάδες, το καθετί το εξαρτούσαν από τη δύναμη και τη θέληση του θεού. Επισκέφτηκε, λοιπόν ο Λάιος το μαντείο του Απόλλωνα και είπε στην Πυθία, την ιέρεια, τον καημό του. Η Πυθία δε δυσκολεύτηκε να δει τη δυσοίωνη μοίρα του Λάιου.
«Λάιε, του λέει, θ' αποχτήσεις παιδί, ένα γιο. Αλλά είναι γραμμένο να πεθάνεις απ' αυτό το γιο σου τον ίδιο, Λάιε!»
Ο ίδιος ο θεός μιλούσε με το στόμα της Πυθίας. Μπορούσε ο Λάιος να μην πιστέψει στο χρησμό του Απόλλωνα; Καταστενοχωρημένος ο Λάιος πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Πράγματι, ύστερ' από καιρό, η Ιοκαστη γέννησε ένα αγόρι. Χαρές που θα 'κανε ο Λάιος αν δεν είχε πάρει το χρησμό του Απόλλωνα. Τώρα όμως βυθίστηκε σε σκέψη βαριά και ακεφιά. Ύπνος δεν τον έπιανε σαν έφερνε στο νου του τα λόγια της Πυθίας: «...είναι γραμμένο να πεθάνεις απ' αυτό το γιο σου τον ίδιο, Λάιε!»
Τι να 'κανε; Αν άφηνε το παιδί να ζήσει, μια μέρα μεγαλώνοντας αυτό θα του στερούσε τη ζωή. Επομένως, κάποιος τρόπος έπρεπε να βρεθεί, κάτι έπρεπε να γίνει, για να μην επαληθευτεί ο δελφικός χρησμός, να γλυτώσει απ' τον κίνδυνο του θανάτου ο βασιλιάς πατέρας. Κι ο ασφαλέστερος τρόπος στάθηκε η εξόντωση του παιδιού, τώρα που ήταν νωρίς. Μα πάλι, να σκοτώσει το παιδί του δεν το βαστούσε η καρδιά του. Παιδί του ήταν, σπλάχνο του. Ποιος πατέρας σκοτώνει το παιδί του; Σκέφτηκε ο Λάιος πως αυτό δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια, κάλλιο να το 'κανε κάποιος άλλος. Μόνο που τρύπησε τα σφύρα (αστράγαλους) του παιδιού με περόνη, και τα 'δεσε με λουριά.
Πιάνει και μιλάει σ' ένα βοσκό που έβοσκε τα κοπάδια του στον Κιθαιρώνα. «Πάρε, του λέει, το παιδί, πήγαινέ το εκεί στο βουνό που βόσκεις τα πρόβατα και ξέκανέ το. Το και και το συμβαίνει. Ας πεθάνει αυτό, τώρα μάλιστα που είναι βρέφος, πριν μεγαλώσει και είναι αργά. Πάρ' το εκεί ψηλά στο βουνό και σκότωσέ το και φέρε μου σημάδια, για να πεισθώ ότι πράγματι το σκότωσες».
Ο βοσκός παίρνει το παιδί και το πάει στον Κιθαιρώνα. Να το σκοτώσει; Να τ' αφήσει να το σπαράξουν τα θεριά;
Ούτε το ένα έκανε ούτε το άλλο. Άνθρωπος πονετικός ήταν. Λυπήθηκε το μωρό και το έδωσε σ' ένα φίλο του βοσκό του βασιλιά της Κορίνθου Πολύβου, που κάθε χρόνο κι αυτός έφερνε τα κοπάδια του αφεντικού του στις πλαγιές του Κιθαιρώνα για βοσκή. Αυτός πήρε το μωρό και το παρέδωσε στον άτεκνο βασιλιά Πόλυβο και τη γυναίκα του Μερόπη, που το ονόμασαν Οιδίποδα, επειδή τα πόδια του ήταν πρησμένα απ' τις πληγές (:Οιδίποδας < οιδέω+πους) και το μεγάλωσαν σα δικό τους παιδί.
Έτσι ο Οιδίποδας μεγάλωσε στο παλάτι του Πολύβου και της Μερόπης. Αυτοί το θεωρούσαν παιδί τους κι αυτός τους γνώριζε για γονιούς του. Και ζούσαν ευτυχισμένοι όλοι τους. Μια μέρα, όμως, όταν ο Οιδίποδας έγινε σωστός άντρας, γλεντούσε με φίλους του. Πάνω στο μεθύσι, ένας φίλος του του λέει πως δεν είναι πραγματικό παιδί του Πολύβου και της Μερόπης, παρά ότι τον είχαν βρει κάπου. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τους γονιούς του να του πουν ποιος είναι, μα αυτοί τίποτα δεν του έλεγαν, μόνο που προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν διαβεβαιώνοντάς τον πως ήτανε πραγματικό παιδί τους.
Η αμφιβολία δεν αφήνει τον έφηβο Οιδίποδα να ησυχάσει και μια μέρα αποφασίζει να πάει στο μαντείο των Δελφών να μάθει για την καταγωγή του.
Φτάνει στους Δελφούς και ρωτά την Πυθία να του πει ποιος είναι κι αυτή του απαντά: «Οιδίποδα, μοίρα φριχτή σε συνοδεύει. Είναι γραμμένο να σκοτώσεις τον πατέρα σου και να παντρευτείς με την ίδια τη μάνα σου και ν' αποκτήσεις παιδιά μαζί της, που θα τα καταριούνται οι θεοί και θα τα μισούν οι άνθρωπου).
Αυτά του είπε το Μαντείο, τίποτα για τους γονιούς του τους πραγματικούς. Τρόμος τον κυρίευσε. Έφυγε απ' το Μαντείο. Αλλά πού να πάει; Στην Κόρινθο; Κι αν ο Πόλυβος κι η Μερόπη ήταν οι πραγματικοί γονιοί του;. Α, όχι, όχι στην Κόρινθο! Κάλλιο να πάρει άλλο δρόμο, να πάει αλλού, να περιπλανιέται σ' όλη του τη ζωή, όπου κανένα δε γνωρίζει, όπου κανένας δεν τονε γνωρίζει...
Ωστόσο... αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει, πήρε ο Οιδίποδας τον πρώτο δρόμο που έλαχε μπροστά του και τράβηξε, χωρίς να ξέρει για τη Θήβα. Μια μέρα στη Σχιστή Οδό, συναντήθηκε μ' ένα άρμα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Πάνω στο άρμα καθόταν ένας ασπρομάλλης γέρος με πλούσια στολή. Το άρμα το οδηγούσε άλλος , ο ηνίοχος. Πίσω ακολουθούσαν οι δούλοι. Ο ηνίοχος φώναξε κακότροπα στον Οιδίποδα να παραμερίσει. Του Οιδίποδα δεν του άρεσε ο τρόπος του και δεν παραμέρισε. Ακολούθησε συμπλοκή, με αποτέλεσμα να πέσουν καταγής νεκροί ο ηνίοχος, ο γέρος και οι δούλοι του, εκτός από έναν. Μέσα στη σύγχυση, ένας από τους δούλους ξέφυγε και γλύτωσε. Αυτός μια μέρα, αργότερα, θα μαρτυρούσε ότι ο γέρος ο ασπρομάλλης που σκότωσε ο Οιδίποδας ήταν ο πατέρας του! Ναι, ήταν ο πατέρας του ο Λάιος που πήγαινε ξανά στους Δελφούς για να πάρει χρησμό για την εξόντωση της Σφίγγας, ενός τέρατος, που μάστιζε την πόλη της Θήβας. Η Σφίγγα ήταν ένα τρομακτικό τέρας, γέννημα του Τυφώνα και της Έχιδνας. Είχε κεφάλι γυναίκας, κορμί λιονταριού, πόδια με μεγάλα λιονταρίσια νύχια και τεράστιες φτερούγες. Οι θεοί την είχαν προστάξει να κάθεται στην κορφή ενός βράχου, έξω από τη Θήβα, στο βουνό Φίκειο, ώσπου να βρεθεί κάποιος να λύσει το αίνιγμα που της είχαν εμπιστευτεί οι Μούσες. Όποιος διαβάτης περνούσε απ' εκεί, τον ανάγκαζε η Σφίγγα να λύσει το αίνιγμα, αλλιώτικα θα κατέβαινε απ' τον βράχο και θα τον κατασπάραζε. Πολλοί ως τότε είχαν βρει μαρτυρικό θάνατο, ακόμα και οι πιο γενναίοι Θηβαίοι που δοκίμασαν να την εξοντώσουν.
 
Συνέχεια στο επόμενο φύλλο

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.